Το έργο του μεγάλου Πρώσσου στρατιωτικού θεωρητικού, Καρλ ον Κλάουζεβιτς «Περί του Πολέμου» είναι η πιο σημαντική προσπάθεια στη δυτική ιστορία να κατανοήσουμε τον πόλεμο, τόσο στην εσωτερική του δυναμική όσο και ως όργανο πολιτικής. Από την πρώτη εμφάνιση του το 1832, έχει διαβαστεί σε όλο τον κόσμο και έχει διαμορφώσει γενιές στρατιωτών, πολιτικών ηγετών και διανοουμένων.
Ο Κλάουζεβιτς υποστηρίζει ότι οι επιλογές της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους πρέπει να διέπονται από την επιδίωξη ορθολογικών στόχων. Η αξία που οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων αποδίδουν σε έναν πολιτικό στόχο καθορίζει το χρόνο και τους πόρους που είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Ο Κλάουζεβιτς τονίζει: «Μόλις η δαπάνη προσπάθειας υπερβεί την αξία του πολιτικού αντικειμένου, το αντικείμενο πρέπει να εγκαταλειφθεί»
Τόσο η κυβέρνηση Τραμπ όσο και η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να χρησιμοποίησαν τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις ως πολιτικό κάλυμμα για την απόσυρση και το έκαναν χωρίς να προωθήσουν ποτέ κανένα αξιόπιστο ειρηνευτικό σχέδιο και χωρίς να πραγματοποιήσουν πραγματικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Και οι δύο διοικήσεις θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχουν δει τις πιθανές συνέπειες και είναι επομένως σαφές ότι και οι δύο διοικήσεις είχαν τον Κλάουζεβιτς στο μυαλό τους όταν επέλεξαν να εγκαταλείψουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν.
Είναι δύσκολο έως αδύνατο να πιστέψουμε ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν συνειδητοποίησε ότι η ανακοίνωση μιας προθεσμίας για την πλήρη αποχώρηση των ΗΠΑ ως μέρος μιας ειρηνευτικής συμφωνίας που δεν είχε κανένα ειρηνευτικό σχέδιο και που θα εκτελούσε σημαντικές περικοπές στο ρόλο και την παρουσία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν θα μπορούσε είναι κάτι περισσότερο από ένα προοίμιο για την πλήρη απόσυρση.
Ταυτόχρονα, φαίνεται εξίσου αμφίβολο ότι η κυβέρνηση Μπαιντεν επίσης δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι η ανακοίνωση αποχώρησης πιθανότατα θα κατάλυε την κατάρρευση της κεντρικής κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια εύρεσης κάποιου ατόμου ή ομάδας υπεύθυνων για την αποτυχια ενός εικοσαετούς πολέμου είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια άσκηση πολιτικής υποκρισίας.
Τα βασικά ζητήματα δεν έχουν καμία σχέση με το “ποιος έχασε τον πόλεμο” άλλα με το “γιατί χάθηκε ο πόλεμος”, ποια διδάγματα μπορούν να αντληθούν και πώς οι ΗΠΑ και οι δυτικές δυνάμεις μπορούν να ενεργήσουν πιο αποτελεσματικά στο μέλλον.
Για να έχει νόημα μια τέτοια ανάλυση, θα πρέπει να επικεντρωθεί τόσο στους πολιτικούς όσο και στους στρατιωτικούς λόγους για τους οποίους δεν κερδήθηκε ο πόλεμος, παρά να εστιάσει μόνο στις μάχες και τη στρατιωτική διάσταση.
Οι ΗΠΑ συμμετείχαν στην οικοδόμηση του Αφγανικού κράτους από την αρχή – Ο Πρόεδρος Μπους ανακοίνωσε σχέδιο Μάρσαλ για το Αφγανιστάν σε ομιλία του στο Στρατιωτικό Ινστιτούτο της Βιρτζίνια (VMI) τον Απρίλιο του 2002. Η αποτυχία της Αμερικής να εφαρμόσει αποτελεσματικά το σχέδιο Μάρσαλ πιθανότατα συνέβαλε στον καθορισμό της έκβασης του πολέμου εξίσου με τις αποτυχίες της Αφγανικής πολιτικής κυβέρνησης.
Οι ΗΠΑ διατύπωσαν υπερβολικά αισιόδοξες θέσεις σχετικά με την πρόοδο της Αφγανικής κυβέρνησης στον τομέα της διακυβέρνησης, στη δημιουργία αποτελεσματικών Αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας και στην πρόοδο όσον αφορά την δημιουργία μιας σταθερής βάσης για οικονομική ανάπτυξη. Επίσης επικεντρώνοντας στους Ταλιμπάν ως εξτρεμιστική και τρομοκρατική ομάδα και όχι ως σημαντική πολιτική δύναμη και εστιάζοντας στην τρομοκρατία και όχι στην εξέγερση των Ταλιμπαν και των υποστηρικτών τους, οι ΗΠΑ στην ουσία έκαναν λάθος πόλεμο από το 2003 και μετά.
Αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν το πραγματικό επίπεδο της προόδου του Αφγανιστάν στη διακυβέρνηση, την ασφάλεια και την οικονομία, επέλεξαν να αντιμετωπίσουν αντ αυτού ένα σύμπτωμα μιας πολύ ευρύτερης ασθένειας, και με αυτόν τον τρόπο η ήττα ήταν προδιαγεγραμμένη πορεία…
Κατά συνέπεια, το βασικό ζήτημα για να μάθουμε από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν δεν το να αναλύσουμε το αν θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να έχουν κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, αλλά το αν είχαν ρεαλιστική εικόνα για την στρατηγική αξία της αποστολής, του Αφγανιστάν, του ρόλου τους στην Κεντρική Ασία σε αντιπαράθεση με άλλα στρατηγικά τους συμφέροντα.
Οι ΗΠΑ εμπλέκονται σε μια συνεχώς αυξανόμενη σύγκρουση για μια δεκαετία μεταξύ 2001 και 2011, και στη συνέχεια συνεχίζουν να ειναι εμπλεκομενοι για άλλα δέκα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ποτέ δεν έγινε μια πραγματική αξιολόγηση της συγκριτικής αξίας του πολέμου – και του κόστους του – σε σχέση με εναλλακτικές χρήσεις των ίδιων πόρων, τις στρατηγικές συμμαχίες και τους εταίρους τους, και τις επιπτώσεις στα διαθεσιμα κονδύλια ανάπτυξης και την ανθρωπιστική βοήθεια που αν είχαν δοθεί σε άλλες χώρες θα μπορούσαν να είχαν πολύ καλύτερα αποτελέσματα.
Στρατηγικό και Ιατρικό Triage
Σε καταστάσεις μαζικών τραυματισμών, οι επαγγελματίες υγείας χωρίζουν τους πάσχοντες σε τρεις κατηγορίες: τα θύματα που θα επιβιώσουν χωρίς ιατρική περίθαλψη, εκείνα που δεν θα επιβιώσουν από τους τραυματισμούς τους ακόμη και με ιατρική φροντίδα και εκείνα που ενδέχεται να ζήσουν εάν λάβουν έγκαιρη θεραπεία. Αυτή την τακτική ονομάζεται ιατρικό triage.
To στρατηγικό triage προέρχεται επίσης από τη λογική κόστους/οφέλους, αλλά διαφέρει από το ιατρικό με κρίσιμο τρόπο. Δεν έχει σκοπό να υποστηρίξει την πληγείσα χώρα που έχει καταστραφεί από τον πόλεμο και τις εσωτερικές συγκρούσεις, όπως σε αυτή την περίπτωση το Αφγανιστάν. Αντιθέτως είναι μια έντονα συμφεροντολογική διαδικασία σύμφωνα με την οποία οι πεπερασμένοι πόροι ενός κράτους επικεντρώνονται στην πάσχουσα χωρά σύμφωνα με το συμφέρον του “Ιατρού” και τα οφέλη που θα αποκομίσει από την επιβίωση του “ασθενή”, σε σχέση πάντα με το κόστος της επιχειρήσεις.
Ο όρος στρατηγικό triage ανήκει στους Marc Genest και James Holmes, καθηγητές στο Κολέγιο του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού του Rhode Island. Σε άρθρο του στο περιοδικό The National Interest τον Αύγουστο του 2016, λίγο πριν τις εκλογές, ο Marc Genest καλεί τον επόμενο πρόεδρο των Ηνωμένων πολιτειών να εφαρμόσει την τακτική του στρατηγικού triage στο Αφγανιστάν και να μην διαιωνίσει έναν ασύμφορο και στρατηγικά και οικονομικά αδιάφορο πόλεμο για την χωρά. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η ιστορία των μεγάλων δυνάμεων είναι γεμάτη με παραδείγματα κρατών που προσπάθησαν να τα κάνουν όλα, παντού, και σπατάλησαν την κυριαρχία τους αποτυγχάνοντας να διατηρήσουν μια ισορροπία μεταξύ πόρων και υποχρεώσεων». Προφανώς ο Τραμπ ακολούθησε αυτη την συμβουλή.
Το στρατηγικό triage στο Αφγανιστάν θα απαλλάξει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ από ένα μακροχρόνιο βάρος – απελευθερώνοντας στρατιωτικούς, οικονομικούς και διπλωματικούς πόρους για χρήση σε άλλα σημεία της υφηλίου. Η εξάλειψη αυτού του βάρους στους εθνικούς πόρους,θα επιτρέψει στις εξαντλημένες δυτικές δυνάμεις να ανακατευθυνουν την προσοχή τους σε πιο πιεστικές προτεραιότητες, όπως η διαχείριση των προκλήσεων από τη Ρωσία, το Ιράν και την Κίνα.
Στο Αφγανιστάν, η Αμερική απέδειξε, υπό τις προεδρίες και τα Συνέδρια που ελέγχονται και από τα δυο κόμματα , ότι είναι διατεθειμένη να ξοδέψει ζωές, εθνικούς και στρατιωτικούς πόρους όλων των τύπων για 20 χρόνια, για λογαριασμό ενός συμμάχου σε μια περιοχή όπου η ιδια δεν έχει επιτακτικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Αυτό είναι ένα ισχυρό μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Κυβερνήσεις όπως του Πεκίνου, της Μόσχας και της Τεχεράνης σίγουρα πρέπει να προβληματίζονται με την σκέψη ότι αν οι Αμερικανοί είναι διατεθειμένοι να ξεκινήσουν έναν εικοσαετή πόλεμο για την υπεράσπιση του Αφγανιστάν, ενός τόπου περιφερειακών αμερικανικών συμφερόντων, τι θα μπορούσαν να κάνουν, τι τίμημα θα μπορούσαν να φέρουν και για πόσες δεκαετίες, για λογαριασμό ενός μακροχρόνιου φίλου, μιας συγγενούς δημοκρατίας και ιδιαίτερα γεωπολιτικά σημαντικής χώρας όπως η Ταϊβάν?