Τα «πλήγματα» του πολέμου στην ελληνική οικονομία

524

Του προέδρου ΕΒΕΠ Βασίλη Κορκίδη

Οι εξελίξεις του Ρώσο-Ουκρανικού πολέμου δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας στην πορεία της ελληνικής οικονομίας η οποία βρίσκεται σε τροχιά να σημειώσει ανάπτυξη άνω του 5% το 2022. Όμως οι υψηλές τιμές ενέργειας ενδεχομένως να έχουν αρνητική συνέπεια στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της χώρας κατά 1%. Οι πρώτες εκτιμήσεις αναφέρουν συνέπειες σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας, όπως την πρωτογενή παραγωγή, τα αγροτικά προϊόντα, την βιομηχανία, το εξαγωγικό εμπόριο, τις μεταφορές και τον τουρισμό. Το συνολικό κόστος δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί, αφού πολλά εξαρτώνται από την εξέλιξη και τη διάρκεια του πολέμου. Σύμφωνα πάντως με τις χρηματιστηριακές αναταράξεις των τελευταίων 15 ημερών οι απώλειες στο Χ.Α. ξεπερνούν τα 7,8 δις ευρώ. Η ρωσική εισβολή αποτελεί μια ιστορική αταξία στη γεωπολιτική ισορροπία του κόσμου, με απροσδιόριστες επιπτώσεις στην παγκόσμια ασφάλεια, στις πολιτικές συμμαχίες, στον ενεργειακό χάρτη και φυσικά στη παγκόσμια οικονομία με χρηματιστηριακές απώλειες 6 τρις ευρώ. Ο πόλεμος επηρεάζει άμεσα το εμπόριο, όπου συνολικά η Ευρώπη έχει σημαντική εξάρτηση κατά 32% από τις δύο χώρες στα σιτηρά, με τις ελληνικές εισαγωγές σε σιτάρι και καλαμπόκι να κυμαίνονται στο 17% των αναγκών μας.

Οι εισαγωγές μας από Ουκρανία το 2021 ανήλθαν σε 198 εκατ. ευρώ και από την Ρωσία σε 4,2 δις ευρώ με το 81% να αφορά στη προμήθεια φυσικού αερίου. Οι εξαγωγές μας, κυρίως σε καπνά, φρούτα και λαχανικά ανέρχονται σε 338 εκατ. ευρώ προς την Ουκρανία και 206 εκατ. ευρώ προς την Ρωσία. Επίσης δημιουργείται μείωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης, καθώς σε περιόδους κρίσεων παραδοσιακά οι επενδυτές στρέφονται στον χρυσό και το δολάριο. Η Ελλάδα μάλιστα επηρεάζεται περισσότερο γιατί δεν διαθέτει ακόμη την «επενδυτική βαθμίδα» και αυτό αποτυπώνεται στα spreads των ομολόγων. Ταυτόχρονα δημιουργείται στασιμοπληθωρισμός που φέρνει ανατιμήσεις ρεκόρ 70-120% στα καύσιμα, 40-65% στα σιτηρά, 10-15% σε ζωοτροφές και λιπάσματα και κατά συνέπεια 10-30% σε ψωμί, γαλακτοκομικά, κρέας και ζυμαρικά.

Η μεγαλύτερη επίπτωση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα προέρχεται από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, που πιθανότατα θα είναι πολύ πιο σημαντική στο επόμενο διάστημα, με τους αναλυτές να επανεκτιμούν πως τον Μάρτιο το πετρέλαιο μπορεί από υα 120$ να φτάσει τα 185-200 δολ. το βαρέλι, ενώ η τιμή παροχής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα κυμανθεί κοντά στα 200 €/Mwh. Επισημαίνεται μάλιστα πως οι τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος στα επίπεδα των 300 €/Mwh τείνουν να καθυστερήσουν ή να αναβάλλουν τις επενδύσεις σε τομείς της οικονομίας που απαιτούν υψηλή ενεργειακή εξάρτηση. Με βάση τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, κάθε αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου κατά 10 ευρώ/MWh έχει καθαρή επίπτωση 600 εκατ. ευρώ ή περίπου 0,3% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, ενώ η αντίστοιχη εκτίμηση της Κομισιόν φθάνει 0,5% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιχειρήσεις-μέλη του ΕΒΕΠ για το κόστος ενέργειας δηλώνουν ότι έχουν ήδη αναγκαστεί να εφαρμόσουν αυξήσεις 10-20% στα προϊόντα τους και αναμένεται το προσεχές διάστημα να επανεξετάσουν νέες αυξήσεις τιμών με δεδομένη την παράμετρο του πολέμου και τον αντίκτυπο που προκαλεί στις τιμές πρώτων υλών με αυξήσεις 12-15%.

Παράλληλα, οι επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές επηρεάζουν το κόστος δανεισμού και την ρευστότητα των επιχειρήσεων, ενώ αυξάνουν τα spears των ομολόγων και το δημοσιονομικό κόστος της οικονομίας την ώρα που η χώρα θέλει να μειώσει το πρωτογενές έλλειμμα και να περάσει σε επενδυτική βαθμίδα. Εάν μάλιστα ο πόλεμος στη γειτονιά μας δεν περιοριστεί σύντομα, οι θετικές προβλέψεις για τα τουριστικά έσοδα το 2022 θα μετριαστούν, καθώς θα προκληθεί αβεβαιότητα στις μετακινήσεις, παρά το γεγονός ότι από τα 18 δις ευρώ ταξιδιωτικών εισπράξεων του 2019 μόνο τα 433 εκατ. ευρώ προήλθαν από 119.000 Ρώσους τουρίστες.

Η ελληνική κυβέρνηση σε εθνικό επίπεδο συνεχίζει και τον Μάρτιο το πρόγραμμα και τα επίπεδα επιδότησης των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για νοικοκυριά και ΜμΕ υπολογίζοντας ένα ετήσιο κόστος στα 3 έως 4,5 δισ. ευρώ.

Η χρηματοδότηση των επιδοτήσεων προέρχεται κατά περίπου 3,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την επικρατούσα ισχύ και τις τιμές CO2, από το πλεόνασμα εσόδων του λογαριασμού ΕΛΑΠΕ, το οποίο είναι δημοσιονομικά ουδέτερο, με τη τελική επίπτωση στον προϋπολογισμό να περιορίζεται στο 1 δισ. ευρώ ή 0,5% του ΑΕΠ.

Το βασικό σενάριο μπορεί να οριοθετεί την διάρκεια του πολέμου σε μερικές εβδομάδες, αλλά οι οικονομικές επιπτώσεις θα διαρκέσουν έως και 12 μήνες από την παύση του πολέμου κάτι που επιβάλει την έκτακτη στήριξη σε ευρωπαικό κεντρικό επίπεδο με την άμεση ενεργοποίηση του μηχανισμού αλληλεγγύης και έκδοσης ευρωομολόγου για απορρόφηση των ανατιμήσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Βασίλης Κορκίδης