Ιστορικό Κέντρο ΑΘΗΝΑ – B’

500

Πλάκα

Πώς πήρε το όνομά της η πιο γραφική γειτονιά στην Αθήνα

Η Πλάκα είναι αδιαμφισβήτητα μια από τις πιο όμορφες και γραφικές γειτονιές στην Αθήνα. Μια βόλτα στα σοκάκια της σε χαλαρώνει και σε κάνει να νιώθεις ότι βρίσκεται σε μια άλλη εποχή. Σε μια Αθήνα που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Παλιότερα η Πλάκα περιοριζόταν στην περιοχή που είναι και σήμερα το μνημείο του Λυσικράτους. Είναι το αποκαλούμενο από τους νεότερους «Φανάρι του Διογένη». Για το όνομα της Πλάκας στην Αττική έχουν ακουστεί διάφορες εκδοχές. Μάλιστα, ιστορικοί και ερευνητές ήρθαν πολλές φορές σε «αντιπαράθεση» για το ποια προέλευση είναι η σωστή. Αντίθετα, δεν υπάρχει αντιπαράθεση για το «τι να δω στην Πλάκα». Ας τα πάρουμε όλα, όμως, με τη σειρά…

Η Πλάκα και οι εκδοχές για το όνομα

Προέρχεται η ονομασία της Πλάκας από τους Αρβανίτες; Είναι μία από τις εκδοχές

Ο πιο γνωστός στους παλαιότερους και σπουδαίος Αθηναιογράφος, Δημήτρης Καμπούρογλου υποστήριζε ότι η ονομασία Πλάκα οφείλεται σε μια μεγάλη μαρμαρόπλακα. Αυτή βρέθηκε κάποτε κοντά στη μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Αλεξανδρινού, που υπήρχε στις ανατολικές υπώρειες της Ακρόπολης, κοντά στην οδό Θέσπιδος. Ο Καμπούρογλου δεν ανέφερε αν ήταν η πλάκα αυτή ανάγλυφη ή ενεπίγραφη ή οπωσδήποτε σημαντική.

Ωστόσο και πάλι, ο σπουδαίος μελετητής της ιστορίας της Αθήνας, Δημήτριος Σισιλιανός, στο βιβλίο του «Παλαιαί και νέαι Αθήναι», θεωρεί απίθανη ή και ασήμαντη αυτή την εκδοχή. Δε θεωρεί δηλαδή ότι η μαρμαρόπλακα επέσυρε την προσοχή των κατοίκων τόσο. Σε τέτοιο βαθμό ώστε να ονομάσουν από αυτή όλη τη συνοικία Πλάκα.

Μια μαρμαρόπλακα τράβηξε τόσο την προσοχή των κατοίκων και ονομάστηκε η περιοχή «Πλάκα»; Απίθανη εκδοχή αλλά ακούγεται και αυτό…

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για το όνομα «Πλάκα». Είναι το αρβανίτικο «Πλιάκα» σημαίνει παλιά. Ο Σισιλιανός θεωρεί πιο πιθανό σενάριο η ονομασία να βγήκε, όπως του είχε πει κάποιος Ψύλλας, από το αρβανίτικο «Πλιάκα», που σημαίνει γριά, παλιά. Υπογραμμίζει πάντως ότι «οι περί τας Αθήνας αλβανόφωνοι εκαλούν την συνοικία ταύτην «πλιάκα Αθήνα», δηλαδή, «παλιά Αθήνα», γι’ αυτό και απέμεινε η ονομασία Πλάκα, όταν εξελληνίστηκε η αλβανική λέξη. «Σίγουρα η καταγωγή της ονομασίας της Πλάκας μένει αμφίβολη».

Ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Κώστας Μπίρης, που είχε γράψει πολλά και αξιόλογα βιβλία για την πόλη της Αθήνας και για τα τοπωνύμια, υποστήριζε ότι η λέξη Πλάκα ήταν αρβανίτικη και είχε προέλθει από τους Αρβανίτες μισθοφόρους του στρατού, που έμειναν μετά τα Ορλωφικά άνεργοι και οι Τούρκοι τους εγκατέστησαν ως εποίκους στην περιοχή της γειτονιάς, που ήταν γύρω από το μνημείο του Λυσικράτους.

Τι να δω στην Πλάκα σήμερα

Η Πλάκα, σα μια χρονοκάψουλα, σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή της Αθήνας

Αν κάνεις σήμερα μια βόλτα στην Πλάκα θα νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε άλλο χωροχρόνο, ίσως ακόμη και σε άλλη πόλη.

Δεν είναι τυχαίο που στους περισσότερους θυμίζει κάποιο νησί. Σίγουρα κάνεις ένα νοητό ταξίδι, στην παλιά Αθήνα τότε που τα σπίτια ήταν ασβεστωμένα και πάντα φρεσκοβαμμένα και είχαν λουλούδια στα μπαλκόνια, χρώματα και μυρωδιές αυθεντικές.

Κι αν αναρωτηθείς «Τι να δω στην Πλάκα μέσα από τόσες βόλτες», άσε την περιοχή στο ρόλο του οδηγού.

Θα περπατήσεις ανάμεσα στα αρχαία και τα νεότερα αξιοθέατα.

Αφού βολτάρεις στα σοκάκια και τα πλακόστρωτα θα κάτσεις στα σκαλάκια,  αν έχει καλό καιρό,  για ένα ρακόμελο.

Σε όποιο μαγαζί κι αν επιλέξεις να κάτσεις, το σίγουρο είναι ότι θα περάσεις καλά και θα απολαύσεις τον καφέ σου ή ένα ποτήρι κρασί.

Σήμερα που η εικόνα της πρωτεύουσας έχει αλλάξει, η συνοικία της Πλάκας παραμένει η πιο «γνήσια» γειτονιά της πόλης, παράθυρο στην Αθήνα του παρελθόντος. Μια βόλτα αρκεί για να ξεδιπλωθεί μπροστά μας η ιστορία της πόλης από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας.

Θησείο

Το αγαπημένο μέρος στο ιστορικό κέντρο

Εδώ και πολλά χρόνια το Θησείο αποτελεί την αγαπημένη βόλτα των Αθηναίων ειδικά την εποχή του καλοκαιριού. Και ποιος δεν έχει ξεκινήσει τη βόλτα του μπροστά από τον σταθμό του Θησείου ανηφορίζοντας τον πανέμορφο πεζόδρομο της Αποστόλου Παύλου μέχρι τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου; Όσο αγαπημένη είναι, όμως, αυτή η συνοικία αλλά τόσο άγνωστα είναι πολλά στοιχεία γι’ αυτήν από τους περισσότερους. Πόσα, όμως, ξέρουμε πραγματικά για τη γειτονιά που σήμερα αποκαλούμε Θησείο;

Το Θησείο και η παρανόηση με το όνομά του

Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν πως το όνομα έχει να κάνει με κάποια θυσία. Αυτό είναι απλώς μια παρανόηση. Αρχικά δεν λεγόταν πάντα Θησείο. Μέχρι και τα πρώτα χρόνια της ανεξάρτητης Αθήνας –τότε που εκπονήθηκε το πρώτο σχέδιο πόλης, από τους Κλεάνθη και Σάουμπερτ– η περιοχή ονομαζόταν Αλώνια. Υπήρχαν όντως αλώνια στην πλατεία έξω από τον σταθμό του ηλεκτρικού, τα οποία μάλιστα σημειώνονται στα σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ.

Θα πρέπει να πούμε ότι ο Ναός του Ηφαίστου, μέσα στην Αρχαία Αγορά, δεν είναι αυτός που έδωσε το όνομά του στην περιοχή. Δεν είχε και καμία σχέση με θυσίες, παρά την ευρύτατα διαδεδομένη παρανόηση. «Θησείο» ήταν ένα ιερό, κι αυτό μέσα στην Αρχαία Αγορά, που κτίσθηκε το 471-468 π.Χ. (είναι περίπου 18 χρόνια πριν από τον Ναό του Ηφαίστου) για να ταφούν τα οστά του θρυλικού βασιλιά της πόλης Θησέα που ο Κίμων έφερε από τη Σκύρο.

Το Θησείο αποτελούσε ανέκαθεν ένα σημείο συνάντησης

υτή η περιοχή της Αθήνας, λοιπόν, δεν έγινε πρόσφατα στέκι αλλά έχει μεγάλη ιστορία.  Οι Αθηναίοι των μετεπαναστατικών χρόνων σύχναζαν εκεί τις Κυριακές, μετά τον περίπατό τους στην οδό Αδριανού. Στην πλατεία βρίσκονταν κινηματογράφοι (ο Ζέφυρος και το Εκράν) και θέατρα (το Έντεν και το Θέατρο Θησείου) καθώς και το Καφενείο του Πετσάλη, στο οποίο λειτουργούσε για κάποια χρόνια υπαθριος βωβός κινηματογράφος. Επίσης το Θησείο αποτελούσε και για πολλά παιδιά μέρος συνάντησης αλλά και το σημείο που έμαθαν να κάνουν μπάνιο. Αρκετά παλιά, τη δεκαετία του ’30, πολλά παιδιά της γειτονιάς του Θησείου μάθαιναν να κολυμπούν στη Στέρνα του Θησείου.

Η πιο διάσημη βρύση της Αθήνας

Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα το έχεις ξανακούσει αλλά στο Θησείο βρισκόταν μία από τις δημοφιλέστερες βρύσες της Αθήνας. Ο λόγος για τη Βρύση του Θησείου, ή Βρύση του Αχμέτ Αγά. Είναι μία από τις 15 τουλάχιστον βρύσες που έφτιαξαν οι Οθωμανοί στην Αθήνα. Μετά την Επανάσταση δεν έμεινε παρά μόνο μία, που επιβιώνει μέχρι σήμερα μέσα στον Βοτανικό Κήπο. Συγκεκριμένα βρίσκεται έξω από το Κτίριο Κριμπά της Γεωπονικής Σχολής. «Έπρεπε να έχει μεγάλη δύναμη αναισθησίας και απονιάς ένας άνθρωπος για να καταστρέψει μια παλαιά βρύση» έγραψε σχετικά, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο λογοτέχνης Δημήτρης Καμπούρογλου.

Το σίγουρο είναι το Θησείο αποτέλεσε, αποτελεί και όπως φαίνεται θα είναι για χρόνια ένα αγαπημένο μέρος στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Και όχι άδικα. Χωρίς αμφιβολία το Θησείο και ο πεζόδρομος της Απ. Παύλου αποτελούν από τα πιο ειδυλλιακά μέρη της πόλης. Στη δεύτερη βρίσκεται και ένα μέρος από το οποίο μπορείς να θαυμάσεις την πρωτεύουσα στα καλύτερά της αφ’ υψηλού. Απολαμβάνοντας μια μοναδική οπτική της πόλης και της Ακρόπολης.

Πετράλωνα: Η γειτονιά – ομφαλός της Αθήνας

“…Τα κόκκινα, τα πράσινα, τα μπλε σου τα βραχιόλια, τρελάναν τα Πετράλωνα και ‘καψαν τα Σεπόλια” τραγούδησε πριν από έξι δεκαετίες, ο Δημήτρης Χορν στην ταινία «Η Αθήνα τη νύχτα».

Σήμερα, εάν υπάρχει ένα αστικό κομμάτι της Πρωτεύουσας, που εξακολουθεί όχι απλά να συντηρεί αλλά να αναζωπυρώνει την ατμόσφαιρα της παλιάς ασπρόμαυρης Αθήνας, αυτό μπορεί κανείς να το αναζητήσει, και μάλιστα στην απόλυτη αυθεντικότητά του, μόνο στα στενά των Πετραλώνων:

Από το παλιό Πιλοποιείο του Πουλόπουλου με τη χαρακτηριστική ομώνυμη γέφυρα και τον Λόφο του Φιλοπάππου και από την καταπράσινη αυλή του Ζέφυρου μέχρι την ιστορική γειτονιά του Ασυρμάτου, που πήρε το όνομά της από την Ναυτική Σχολή Πολέμου (Σχολή Ασυρμάτου).

Ο θαυμαστός κόσμος των Πετραλώνων κινείται εδώ και χρόνια, σε μια πραγματικότητα δύο ταχυτήτων που όμως είναι απόλυτα εξοικειωμένη με αυτή τη διπολική της υπόσταση.

Από τη μία, τα παλιά, γραφικά ουζερί και ταβερνάκια στα σοκάκια και στους πεζοδρόμους που συνεχίζουν να μοσχοβολούν ζουμπούλι και βασιλικό και από την άλλη η χιπστερική ανασύνθεση μίας πόλης που κινείται με φόρα στο μέλλον. Ευτυχώς όμως, εδώ, η στερεοτυπική έννοια της παλιάς αθηναϊκής γειτονιάς έχει παραμείνει άφθαρτη στο χρόνο.

Και αυτό είναι κάτι που φαίνεται, στα τραπέζια των παραδοσιακών καφενείων αλλά και κάποιων πιο νέων που όμως κουβαλούν την αίγλη της μεταπολεμικής Αθήνας, στα μπαλκόνια των νεοκλασικών που ακόμα στολίζονται από ολάνθιστα περβάζια και από υπερήλικες που σε καλημερίζουν με ένα φλιτζάνι ελληνικού καφέ στο χέρι, στις πλατείες που γεμίζουν από τους «βετεράνους» της γειτονιάς, στα νέο-παραδοσιακά παντοπωλεία που κερνούν γλυκά του κουταλιού, χύμα όσπρια, μέχρι και «ψαγμένες» vegan λιχουδιές.

Όλοι και όλα, αναχρονιστικά και εκσυγχρονισμένα, χωρούν στη φιλοσοφία των Πετραλώνων. Παρελθόν και μέλλον μαζί, τίποτα δε λείπει, τίποτα δεν περισσεύει, γιατί όπως είπε και ο σπουδαίος Γιώργος Σεφέρης «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».

Ραντεβού στα Άνω Πετράλωνα,
εκεί που ο χρόνος σταματά


Ανατολικά, πάνω από τις γραμμές του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου εκτείνονται, τα αρχοντικά, Άνω Πετράλωνα. Παρεϊστικα μαγαζάκια με αυλές και τραπεζάκια στους ήσυχους πεζόδρομους της γειτονιάς, ντελικάτα μπαράκια, παλιοί καφενέδες και παραδοσιακά ουζερί, συνθέτουν το πολυσυλλεκτικό και μποέμ προφίλ της πλευράς αυτής των Πετραλώνων, σε ένα αστικό περιβάλλον που πλαισιώνεται από χαμηλές οικοδομές με λουλουδιασμένες γλάστρες στα μπαλκόνια, σπίτια ερειπωμένα και πλατείες μικρές όμως όμορφα γεμάτες από ανθισμένες νεραντζιές και παιδικές φωνούλες.

Σημείο αναφοράς, ο λόφος Δεξαμενής, στη διασταύρωση των οδών Κοίλης και Καλλιρόης, κάτω από τον οποίο ρέει υπογείως ο Ιλισός ποταμός.

Από την άλλη, η οδός Κοίλης, γνωστή για τα λαοφιλή μεζεδοπωλεία, τα συνοικιακά μαγαζάκια και τα Κρητικόφιλα στέκια της, αλλά και η οδός Τρώων με ατμόσφαιρα και αισθητική της παλιάς Αθήνας που προσφέρεται ιδανικά για χαλαρές βόλτες με τα πόδια ή το ποδήλατο -στο πεζοδρομημένο τμήμα της-, είναι δύο από τους πλέον χαρακτηριστικούς δρόμους των Άνω Πετραλώνων.

Στο νούμερο 36, άλλωστε, της οδού Τρώων, εδρεύει από το 1938, ο ιστορικός κινηματογράφος Ζέφυρος, ένα από τα πρώτα σινεμά της πρωτεύουσας που ξεκίνησε ως χώρος παρουσίασης θεάτρου σκιών και βαριετέ και μετέπειτα εξελίχθηκε σε αίθουσα προβολής κινηματογραφικών ταινιών.

Η πλατεία Μερκούρη κάποτε “γήπεδο” για τους πιτσιρικάδες που έπαιζαν μπάλα με τον φόβο μήπως το τρόλεϊ Πετράλωνα-Κυψέλη τους πατήσει τη μπάλα, έχει σήμερα μεταμορφωθεί σε κλειστού τύπου αποικία των Εξαρχείων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εικόνα και την ατμόσφαιρά της, αλλοιώνοντας έτσι την παραδοσιακή αίσθηση της ανοιχτής σε όλους γειτονιάς.

Τα Ατταλιώτικα, δυτικά του Φιλοπάππου, ήταν ο συνοικισμός που έγινε γνωστός και πήρε το όνομά του από τους χιλιάδες πρόσφυγες, που έφυγαν από την Αττάλεια και την Αλάια της Μ. Ασίας και κατέκλυσαν την Πρωτεύουσα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, χτίζοντας εκεί τα παραπήγματά τους με λαμαρίνες και πέτρες.

Στην πιο σύγχρονη ιστορία, το όνομα που έμεινε πλέον, να συνοδεύει τον συνοικισμό, είναι αυτό του Ασυρμάτου, εξ’ ου και η περίφημη συνοικία του Ασυρμάτου, που πήρε το όνομά της από τη Σχολή Ασυρμάτου του Πολεμικού Ναυτικού.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η συνοικία αναβαθμίστηκε, καθώς στη θέση των παραπηγμάτων που κατεδαφίστηκαν -ύστερα από εντολή της βασίλισσας Φρειδερίκης- χτίστηκαν 150 νέες πέτρινες κατοικίες που άλλαξαν εντελώς το σκηνικό της περιοχής και έμειναν γνωστές στην πρόσφατη ιστορία ως «Πέτρινα». Εκεί και η πολυκατοικία του Ασυρμάτου που χτίστηκε το 1967 σε σχέδια της αρχιτέκτονος Έλλης Βασιλικιώτη με σκοπό τη στέγαση οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα.

Κάτω Πετράλωνα ή αλλιώς,
επιστροφή στο μέλλον 

 


Με πυκνότερη δόμηση, ψηλότερες πολυκατοικίες, λιγότερους ελεύθερους χώρους και χώρους πρασίνου αλλά και με πιο ζωηρή καθημερινότητα -ίσως και με πιο ενδιαφέρουσα βραδινή ζωή-, τα Κάτω Πετράλωνα διαχωρίζουν το αισθητικό τους προφίλ από αυτό των Άνω Πετραλώνων, κυρίως λόγω του ότι ξεκίνησαν το αστικό τους ταξίδι λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60, τότε δηλαδή που η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας άρχισε να θεριεύει.

Στην αρχή, και μέχρι το 1925, όπερ και απαγορεύτηκε δια νόμου η κυκλοφορία κατσικιών στην περιοχή, η συνοικία των Κάτω Πετραλώνων έφερε την ονομασία «Κατσικάδικα» καθότι εκεί έβοσκαν οι βοσκοί τα κοπάδια τους. Σήμερα και με την εικόνα που εμφανίζει το κομμάτι αυτό των Πετραλώνων, δύσκολα ο νους μπορεί να συνδυάσει την εποχή που εδώ έστεκαν οι στάνες των βοσκών, με το τώρα που οι δρόμοι έχουν γεμίσει από «ψαγμένα» μπαράκια, μοντέρνα εστιατόρια και προσεγμένα καφέ.

Σήμα κατατεθέν της περιοχής η παλιά νηματουργία Μέντης-Αντωνόπουλος (Πολυφήμου 6), μία από τις παλαιότερες βιοτεχνικές και εμπορικές επιχειρήσεις της Ελλάδας στο χώρο της επεξεργασίας νημάτων και παραγωγής ειδών passementerie (γαλόνια, τρέσες, σιρίτια, κορδόνια, φράντζες, φούντες κλπ), που πέρασε, πριν από χρόνια, με δωρεά, στην ιδιοκτησία του Μουσείο Μπενάκη για να μεταμορφωθεί σε εργαστήριο-μουσείο παραδοσιακών τεχνικών κλωστοϋφαντουργίας.

Στην οδό Αλκμήνης και σε μία παλιά αποθήκη κάρβουνου, στεγάζεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, το ομώνυμο θέατρο, σταθερή αξία στις προτιμήσεις του θεατρόφιλου κοινού της Αθήνας.

Η οδός Κειριαδών, που εκτείνεται παράλληλα με τις γραμμές του τρένου και κάπου μεταξύ Κεραμικού και Κάτω Πετραλώνων μπορεί για πολλούς να είναι άγνωστη, για εκείνους όμως που αγαπούν τις βόλτες στα στενά των Πετραλώνων είναι κάτι παραπάνω από γνώριμη.

Στα νοτιοανατολικά «σύνορα» των Πετραλώνων βρίσκεται το πάρκο Βουτιέ, έκτασης πέντε στρεμμάτων. Οι πρόσφατες εργασίες ανάπλασης το ανέδειξαν ακόμα περισσότερο, όπως και τη γειτονιά γύρω από αυτό.

Το πάρκο Βουτιέ κοσμεί το άγαλμα «Ο τυφλός γλύπτης» που φιλοτέχνησε ο Πέτρος Ρουκουτάκης το 1993. Το γλυπτό είναι ιδιαίτερο, όχι μόνο λόγω του τρόπου που επέλεξε ο Ρουκουτάκης να αναπαραστήσει τη φιγούρα του γλύπτη επί τω έργω, αλλά γιατί είναι εμπνευσμένο από την ίδια τη ζωή του καλλιτέχνη. Ο Πέτρος Ρουκουτάκης έχασε την όρασή του στην ηλικία των 28 ετών. Το άγαλμα αναπαριστά στην ουσία τον ίδιο τον δημιουργό ο οποίος με τα χέρια, το ταλέντο και τη φαντασία του κατάφερε να ξεχωρίσει, να βραβευτεί, να καταξιωθεί.

 

                              

Ψυρρή

Από το απόγειο στην πτώση και πάλι στην ανοδική πορεία.
Η ξεχωριστή περιοχή που πάντα αποτελεί σημείο αναφοράς στην πρωτεύουσα

Πάμε στου Ψυρρή; Στη γραφική περιοχή που βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, στα βορειοδυτικά της Πλατείας Μοναστηρακίου. Είναι μια από τις παλαιότερες συνοικίες της πόλης. Και ιδιαίτερη. Έχει να μας διηγηθεί αμέτρητες ιστορίες. Άξονας της είναι η πλατεία της (πλατεία Ψυρρή ή πλατεία Ηρώων) από τη οποία ξεχύνονται οι πέντε δρόμοι που ορίζουν την περιοχή: Μιαούλη, Καραϊσκάκη, Αγίων Αναργύρων, Αριστοφάνους και Αισχύλου. Πολεοδομικά μιλώντας, η περιοχή έχει σχεδόν τετραγωνικό σχήμα.

Μέχρι και τα Οθωμανικά χρόνια η… επικράτεια της ήταν πολύ μεγαλύτερη, καθώς περιλάμβανε και ολόκληρη την περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Μοναστηράκι, φτάνοντας μέχρι το Θησείο και τα όρια της Πλάκας. Μετά τη διάνοιξη της οδού Ερμού το 1835 σύμφωνα με το σχέδιο πόλης που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Έντουαρντ Σάουμπερτ το 1833, το Ψυρρή αποκόπηκε από το νότιο τμήμα του, το οποίο τελικά θεωρήθηκε ξεχωριστή συνοικία.

Η ονομασία της περιοχής έχει τις ρίζες της στα μεσαιωνικά χρόνια και προέρχεται από το επώνυμο Ψυρής, που έφερε κάποιος Αθηναίος. Ο Ψυρής έχτισε την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στη σημερινή πλατεία Ηρώων, η οποία κατεδαφίστηκε κάποτε, όπως και άλλες εκκλησίες της Αθήνας. Το επώνυμο του ευεργέτη σήμαινε Ψαριανός, δηλαδή αυτός που κατάγεται από το νησί Ψαρά, που τα αρχαία χρόνια το έλεγαν Ψύρα ή Ψυρίη. Τόσο παλιά είναι και η ιστορία του Ψυρρή…

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας εδώ έμενε ο Άγγλος ποιητής και φιλέλληνας λόρδος Βύρωνας.

Για την ακρίβεια, διέμενε στην οικία του υποπρόξενου της Αγγλίας, Θεόδωρου Μακρή. Εκεί, γνώρισε την Θηρεσία Μακρή, την οποία και ερωτεύτηκε.

Πριν και από αυτόν, πρώτη φορά του Ψυρή αναφέρεται στο βιβλίο του Γάλλου γιατρού Σπον με τίτλο «Ταξίδι σε Ιταλία, Δαλματία, Ελλάδα και Ανατολή» το 1678, στο οποίο η συνοικία παρουσιάζεται ως ένα από τα οκτώ πλατώματα της Αθήνας.

Επιστρέφοντας στου Ψυρρή, από το 1862 μέχρι και το 1897 ήταν άντρο των κουτσαβάκηδων. Η λέξη κουτσαβάκης προέρχεται από τον καβγατζή δεκανέα του ιππικού Δημήτριο Κουτσαβάκη, που έδρασε επί Όθωνος. Οι πρώτοι κουτσαβάκηδες της Αθήνας ήταν Αϊβαλιώτες που αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Σύρο. Αργότερα, όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα, οι Αϊβαλιώτες και οι Συριανοί μάγκες εγκαταστάθηκαν στη συνοικία του Ψυρρή.

Αν σας αρέσουν οι ιστορίες για την Παλαιά Αθήνα, ακόμη κι αν είστε βέρος Αθηναίος και πιστεύετε πως τις γνωρίζετε, μπορείτε να μάθετε πολλά εάν επισκεφθείτε το Μουσείο της πόλεως των Αθηνών.

Μετά την εκδίωξη του Όθωνος, για να επιστρέψουμε στην περιοχή, οι κουτσαβάκηδες γνώρισαν μεγάλες δόξες, γιατί τα κόμματα τους χρησιμοποιούσαν σαν τραμπούκους. Του Ψυρρή έγινε τότε μια από τις πιο επικίνδυνες γειτονιές της Αθήνας.

Κι αυτό, γιατί πολλές φορές οργάνωναν ληστείες και επιδρομές εις βάρος πολλών εμπόρων φτάνοντας πολλές φορές και στο σημείο της δολοφονίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πυρπολισμός του σπιτιού του Ισπανού τυχοδιώκτη Δαυίδ Πατσίφικο την ανάσταση του 1847, επειδή πρόσβαλε το έθιμο της περιφοράς του επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή και το κάψιμο του Ιούδα που ακολουθούσε.

Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε διπλωματικό επεισόδιο, με αφορμή αυτή την καταστροφή, γεγονός που έμεινε γνωστό με τον τίτλο «Παρκερικά». Τέλος στη δράση τους έβαλε το 1893 ο τότε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών-Πειραιώς, Δημήτρης Μπαϊρακτάρης, ο οποίος μέσα σε έναν μήνα καθάρισε την περιοχή.

Παρόλα αυτά, του Ψυρρή ζούσε ήδη τη συνύπαρξη πλούσιων Ελλήνων της διασποράς (όπως ο ηγεμόνας της Ουγγροβλαχίας Ιωάννης Καρατζάς), οι οποίοι επιλέγουν την περιοχή για να ανεγείρουν τις μόνιμες κατοικίες τους, ενώ σε τρώγλες και σε μικρά δωμάτια μένουν οι φτωχοί Αθηναίοι.

Στο τέλος της επανάστασης και στην αρχή της σύστασης του νέου ελληνικού κράτους η περιοχή αρχίζει να λειτουργεί ως πόλος διασκέδασης για τους Αθηναίους.   Στις ταβέρνες και τα καπηλειά της περιοχής συχνάζουν από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα όπως Βασιλιάδες και υπουργοί μέχρι απλοί εργάτες.

Ο βασιλιάς Όθωνας αλλά κι ο Γεώργιος Α’ ήταν από τους συχνούς επισκέπτες της συνοικίας. Ο πρώτος μάλιστα είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στη ταβέρνα που ονομαζόταν «Του Γιαβρούμ», ενώ ο δεύτερος αρεσκόταν στην καλή ρετσίνα που προσέφεραν τα ταβερνάκια. Το κλίμα της χαράς και της κατάνυξης συμπλήρωναν οι κανταδόροι-πλανόδιοι μουσικοί οι οποίοι έμπαιναν στα ταβέρνες και άρχιζαν τις μουσικές και τα τραγούδια.

Του Ψυρρή έχει προλάβει να πάρει ένα χαρακτήρα συνώνυμο με τη διασκέδαση ήδη από τη δεκαετία του ’90 όταν και γνωστά θέατρα δημιουργούν εδώ τη στέγη τους. Ταβέρνες και καφενεία υπήρχαν ανέκαθεν αλλά πάντα με έναν χαρακτήρα αυθεντικό, λαϊκό και λίγο underground.

Αυτό που αλλάζει εδώ από το 2000 είναι η ανάδυση του Ψυρρή η οποία υπαγορεύεται από την ζήτηση για νέους χώρους και την ενθάρρυνση των μικροεπενδυτών. Η έκρηξη της διασκέδασης είναι τέτοια που από ένα σημείο και έπειτα ούτε οι Αθηναίοι οι ίδιοι δεν μπορούν να παρακολουθήσουν.

Χαμηλά σπίτια κατεδαφίζονται για να γίνουν πάρκινγκ και bar. Τα πλοκάμια της διασκέδασης αλλά και του εμπορίου απλώνονται παντού και δημιουργούν από μικρά, καλλιτεχνίζοντα μπαράκια και «ψαγμένες» γκαλερί μέχρι bar και club με industrial αισθητική. Μαγαζιά που πουλούν οτιδήποτε χειροποίητο, ένα concept store σε νεοϋορκέζικο στυλ, latin bar σε διατηρητέο νεοκλασικό, κρεπερί στα ισόγεια παλιών αθηναϊκών βιοτεχνιών, mega clubs. Ο κατάλογος είναι πραγματικά ατελείωτος.

Είναι η «χρυσή πενταετία» των αρχών των ‘00s, από το 2001 έως το 2006. Η έκρηξη της συγκεκριμένης μορφής διασκέδασης «συνοδευόταν» και από μια άλλη πλευρά. Αυτή στην οποία πρωταγωνιστές είναι οι κάτοικοι που αρχίζουν να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, όπως και οι λιγοστοί βιοτέχνες (δερματάδες, τσαγκαράδες, κτλ οι οποίοι βρίσκονται εδώ από την δεκαετία του 1960) λόγω της μεγάλης οχλαγωγίας και φασαρίας (σαν ένα συνεχόμενο Mykonos By night) αλλά και των αντικειμενικών αξιών που ανεβαίνουν.   Του Ψυρρή έχει πια μετατραπεί σε super market διασκέδασης.

Από το 2006-07 και μετά, αυτή η περίοδος αρχίζει να λήγει άδοξα όταν οι διψασμένοι για νέες συγκινήσεις Αθηναίοι μεταναστεύουν μαζικά προς το Γκάζι Του Ψυρρή γίνεται για πολλά χρόνια μια θλιβερή σκιά του εαυτού του. Παρόλα αυτά, όπως συνέβη και με το κοντινό Γκάζι το οποίο έζησε μια αντίστοιχη πενταετία εκτόξευσης και μετά εγκατάλειψης εν μια νυκτί, η κατάσταση ξαναβρήκε την ισορροπία της.

Του Ψυρρή ήταν πολύ σκληρό για να πεθάνει. Η μεγάλη του ιστορία και η ταυτότητα του που αναδύθηκε ξανά, έφεραν την γαλήνη πίσω στην περιοχή. Τα μεγάλα και εντυπωσιακά murals και street art graffiti από τους καλύτερους καλλιτέχνες της Αθήνας έδωσαν άλλωστε νέο ζωηρό χρώμα στου Ψυρρή. Άλλωστε, τα κλασικά στέκια που δεν ήταν μέρος της μόδας της εποχής, παρέμειναν.

Πράγματα που ίσως δεν ξέρετε για του Ψυρρή

Στη συμβολή των οδών Σαρρή και Αγίων Αναργύρων βρισκόταν κάποτε η μπακαλοταβέρνα του Καχριμάνη. Ήταν μόνιμο στέκι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Ο γνωστός διηγηματογράφος έμεινε στου Ψυρρή για περισσότερα από είκοσι χρόνια, κατά βάση σε μια υγρή και ανήλια τρώγλη, κοντά στον Άγιο Αθανάσιο.

Στην οδό Ρήγα Παλαμήδη βρίσκεται το αυτοδιαχειριζόμενο σήμερα πια θέατρο «Εμπρός». Εκεί υπήρχαν κάποτε τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Εμπρός», του Δημήτρη Καλαποθάκη.

Ο δημιουργός της ήταν δημοσιογράφος που το 1904 είχε διακριθεί και σαν θεατρικός συγγραφέας. Η εφημερίδα ξεκίνησε να εκδίδεται μετά το θάνατο του Χαρίλαου Τρικούπη.

Ξαναβγήκε μετά την απελευθέρωση, το 1945, από το γιο του Αλκιβιάδη που ήταν και ο ίδιος δημοσιογράφος. Το κτίριο έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού ως μνημείο in situ, αλλά παρόλα αυτά κάθε χρόνος που περνάει τα πλήγματα που δέχεται το φέρνουν σε δεινή θέση.

Η εκκλησία Άγιοι Ανάργυροι στην πλατεία του Ψυρρή, υπήρξε η λαμπρότερη και ιστορικότερη της περιοχής. Κατασκευάστηκε τον 11ο αιώνα και έχει μορφή σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, μορφή συνηθισμένη για τις εκκλησίες της εποχής αυτής. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι ο τρούλος, ο οποίος είναι «διπλοθολικός», έχει δηλαδή δύο πατώματα.

Το χαρακτηριστικό αυτό είναι ιδιαίτερα σπάνιο στην Ελλάδα. Η εκκλησία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ψυρρή κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και του αγώνα για την απελευθέρωση.

Μάλιστα, στον αυλόγυρο της θάφτηκε κι ο οπλαρχηγός Παναγής Κτενάς, που είχε ορκιστεί πρώτος φρούραρχος της Αθήνας και σκοτώθηκε σε ατύχημα στη διάρκεια των πανηγυρισμών για την απελευθέρωση της 10ης Ιουνίου 1822.

Μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπάνω, ανηφορίζοντας προς το Σύνταγμα, βρίσκεται η Καπνικαρέα, η διάσημη εκκλησία της Αθήνας.

Πλατεία Αγίας Ειρήνης

Το τέλος της επανάστασης βρήκε την Αθήνα σε ερείπια μετά τον πολυετή πόλεμο. Η εικόνα της πόλης ήταν απογοητευτική. Δεν υπήρχε καμία χαραγμένη οδός, οι δρόμοι ήταν δύσβατοι και βρώμικοι, ενώ παντού υπήρχαν ερείπια. Η ανακήρυξη της σε πρωτεύουσα του κράτους το 1834 απαιτούσε  ασφαλώς τη ανοικοδόμηση της και τη μεταφορά σε αυτή των διοικητικών υπηρεσιών.

           

Τα πρώτο πολεοδομικό σχέδια εκπονήθηκε από τους  οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert για να αναθεωρηθεί το 1834 από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Leo von Klenze.

Οι πρώτοι δρόμοι που χαράχτηκαν στην πρωτεύουσα ήταν οι οδοί Αιόλου, Ερμού και Αθηνάς, μόλις το 1834.  Ο ναός της Αγίας Ειρήνης συμπεριλαμβανόταν ήδη στα πρώτα πολεοδομικά σχέδιο της πόλης. Μάλιστα ο Ναός θα είχε εξέχοντα ρόλο στη νέα πρωτεύουσα.

Η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης ήταν ένα από τα κτήρια που είχαν υποστεί σοβαρές φθορές στα χρόνια της Επανάστασης. Το μεγαλύτερο μέρος της μικρής μεταβυζαντινής εκκλησίας που ήταν μετόχι της Μονής Πεντέλης είχε καεί. Αμέσως μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας  1834 – 1835, ο ναός επισκευάστηκε για να χρησιμοποιηθεί μάλιστα ως μητροπολιτικός.

Ωστόσο, ο πληθυσμός της Αθήνας μεγάλωνε μετά την ανακήρυξη της πόλης σε πρωτεύουσα και μαζί και οι ανάγκες εκκλησιασμού των κατοίκων. Το 1834 ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν 12 000 ενώ το 1850 προσέγγιζε τις 40000. Ο ναός πλέον δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί και αποφασίστηκε η ανοικοδόμηση του. Για την επανακατασκευή του ναού απαιτήθηκε η κοστοβόρα και χρονοβόρα διαδικασία απαλλοτρίωσης παρακείμενων περιουσιών.

Το έργο ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Λύσανδρο Καυτανζόγλου ο οποίος ήδη από το 1843 ήταν  διευθυντής του Σχολείου των Τεχνών, μετέπειτα Πολυτεχνείου.  Για την ανοικοδόμηση της Αγίας Ειρήνης σχεδίασε μια τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και δύο κωδωνοστάσια, νεοκλασικού ρυθμού, με αναγεννησιακές αλλά και βυζαντινές επιδράσεις.

Οι εργασίες διήρκησαν τρία χρόνια 1847 – 1850 και χρησιμοποιήθηκε υλικό από κατεδαφισμένες εκκλησίες τη πρωτεύουσας.  Ο εσωτερικός διάκοσμος ολοκληρώθηκε, μετά τα εγκαίνια,  μεταξύ των ετών 1879-1892 από τον αγιογράφο Σπυρίδωνα Χατζηγιαννόπουλο. Το εντυπωσιακό επιχρυσωμένο τέμπλο του καθώς και ιερατικά σκεύη ήταν προσφορά του τσάρου της Ρωσίας Νικόλαου, το 1850.

Ως μητροπολιτικός ναός, η Αγία Ειρήνη φιλοξένησε πολλές σημαντικές στιγμές της νεότερης ιστορίας. Στο ναό ορκίζονταν οι δήμαρχοι της Αθήνας, εδώ στέφτηκε βασιλιάς το 1835  ο Όθωνα μετά την ενηλικίωση του και εδώ γιορτάστηκε το 1838 για πρώτη φορά η 25 Μαρτίου ως εθνική γιορτή.

Τα μέσα της δεκαετίας του 1850 ήταν μια περίοδος «εκσυγχρονισμού» της Αθήνας. Η βασίλισσα Αμαλία είχε αναλάβει την επιστασία σειράς έργων στην πρωτεύουσα και  εκδόθηκε σειρά διαταγμάτων που αφορούσαν στη διαπλάτυνση δρόμων, διευθετήσεις, κατασκευή πλατειών και έργα υποδομής.

Ανάμεσα στις πλατείες που δημιουργήθηκαν ήταν και η Πλατεία  Αγίας Ειρήνης που διαμορφώθηκε τη διετία 1855 – 1857 επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Γαλάτη.

Η οδός Αιόλου μαζί με την Ερμού όριζαν στην οθωνική περίοδο το αναδυόμενο νέο εμπορικό κέντρο της πόλης με τη μετατόπιση στην περιοχή της εμπορικής και κοινωνικής ζωής της Αθήνας. Από τα μέσα του 19ου αιώνα τα νέα μαγαζιά ανταποκρινόμενα στις νέες καταναλωτικές συνήθειες άνοιγαν στις οδούς Ερμού, Αιόλου και τα γύρω στενά. Πρόκειται για «εμπορικά» καταστήματα που πουλούσαν υφάσματα, ρούχα, παπούτσια. Μάλιστα στην οδό Αιόλου είχαν συγκεντρωθεί τα καταστήματα πώλησης ανδρικών καπέλων. Οι διώροφες κατοικίες στο μήκος της, είχαν καταστήματα στο ισόγειο στα οποία κατασκευάστηκαν καφενεία, φαρμακεία, ζαχαροπλαστεία, φωτογραφεία κτλ.

Στην ανάπτυξη της περιοχής συνέβαλε ασφαλώς η  σταδιακή ανάπτυξη των δημοσίων συγκοινωνιών στο β μισό του 19ου αιώνα που διευκόλυνε την μετακίνηση των κατοίκων από τις συνοικίες στο κέντρο. Η πρώτη ιππήλατη λεωφορειακή γραμμή ξεκίνησε το 1835 με αφετηρία τη συμβολή των οδών Αιόλου και Ερμού. Στο χώρο της πλατείας της Αγίας Ειρήνης στάθμευαν τα ιππήλατα μεταφορικά μέσα της εποχής.

Η κομβική θέση της πλατείας για τη ζωή της πόλης γίνεται φανερή και από την κατασκευή εμβληματικών κτιρίων και τη επιχειρήσεων σε αυτή.

Το 1834 υπήρχε απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης το περίφημο «Καφενείον της Ευρώπης». Είχε ιδρυθεί από τη γαλλίδα κυρία Ρομπέρ, κόρη του φιλέλληνα Francois Robert ο οποίος είχε σκοτωθεί κατά τη δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης το 1827. Το καφενείο της Ευρώπης ήτα το πρώτο της πρωτεύουσας με τραπέζι μπιλιάρδου ενώ σε αυτό σύχναζαν έλληνες και ξένοι θαμώνες.

Στα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσε στους ορόφους πάνω από το καφενείο το ξενοδοχείο Παρνασσός το οποίο διέθετε και εστιατόριο καθώς δεν λειτουργούσαν ακόμα καταστήματα που ήταν αποκλειστικά εστιατόρια. Το 1884 μεταφέρθηκε στο κτίριο το ξενοδοχείο – εστιατόριο Πετρούπολις το οποίο ήταν από τα παλιότερα εστιατόρια της Αθήνας. Λειτουργούσε ως ξενοδοχείο – εστιατόριο από το 1834 και βρισκόταν στην Ερμού κοντά στην Καπνικαρέα. Το 1839 χτίστηκε στην πλατεία ( Αιόλου 39) τριώροφο κτίριο.

Στην οροφή του ο καθηγητής Γ. Βούρος εγκατέστησε μετεωρολογικό σταθμό και παρατηρητήριο ήδη πριν την ανοικοδόμηση του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Θα μπορούσε λοιπόν να θεωρήσει κάνεις ότι σε αυτό το κτίριο λειτούργησε, έστω ανεπίσημα, το πρώτο Αστεροσκοπείο της Αθηνάς. Το 1878 λειτούργησε ως ξενοδοχείο με την επωνυμία «Βύρων» ενώ στο ισόγειο του στεγάζονταν εμπορικά καταστήματα. Πλέον το κτίριο θεωρείται ένα από τα παλαιότερα της Αθήνας και έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Η πλατεία είχε γίνει το κέντρο του εμπορίου λουλουδιών. Στις αρχές του αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους της πόλης οι πλανόδιοι ανθοπώλες που μετέφεραν λουλούδια με τα γαϊδουράκια τους στην Αθήνα από την περιφέρεια. Συγκεντρώνονταν στην πλατεία Αγίας Ειρήνης  και από εκεί διένεμαν τα λουλούδια στα ανθοπωλεία  της οδού  Σταδίου και τα επόμενα χρόνια και στα «λουλουδάδικα» της Βασιλίσσης Σοφίας.   Έτσι δημιουργήθηκε η παράδοση των ανθοπωλείων στην πλατεία η οποία επιβίωσε για αρκετές δεκαετίες.

Η  ανάπτυξη της οδού Σταδίου στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα μετατόπισε το κέντρο του εμπορίου. Σταδιακά το ύφος του εμπορίου της Αιόλου μεταβλήθηκε. Παρέμειναν κατώτερης κατηγορίας μαγαζιά ενώ συγκεντρώνονταν εκεί και πλανόδιοι πωλητές  με τα καροτσάκια τους.  Στις αρχές του 20ου αιώνα στην οδό Αιόλου βρίσκονταν επιπλοποιία ενώ στην Πλατεία της Αγίας Ειρήνης ήταν συγκεντρωμένες οι βιοτεχνίες καρεκλοποιείων  / καθεκλοπωλείων.

Τα ίχνη της πλατείας του 19ου αιώνα είναι ακόμα ευδιάκριτα. Η Πλατεία Αγίας Ειρήνης, σημείο αναφοράς της Αθήνας ήδη από τα πρώτα χρόνια της νεώτερης ιστορίας της, ακολούθησε την πορεία του κέντρου της πρωτεύουσας. Την απομάκρυνση των κατοικιών, τα χρόνια της εγκατάλειψης, την αλλαγή του ύφους της. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο η πλατεία διεκδικεί και πάλι ρόλο στην καθημερινότητα των Αθηναίων αλλά και των επισκεπτών της πόλης ως δημοφιλές σημείο συνάντησης και διασκέδασης.

Η ίδια η Αγία Ειρήνη γεννήθηκε τον 4ο αιώνα στην Περσία με το όνομα Πηνελόπη το οποίο άλλαξε σε Ειρήνη μετά την μεταστροφή της στο χριστιανισμό. Μαρτύρησε λόγω της πίστης της και έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στην Έφεσο.

Στην Αθήνα ποτέ δεν είχε έρθει ποτέ.

Καπνικαρέα: Η διάσημη εκκλησία της Αθήνας

Είναι μια από τις πιο γνωστές, πολυφωτογραφημένες εκκλησίες όχι μόνο της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Εκτός από το κεντρικό στο σημείο που βρίσκεται, είναι πολύ γνωστή και λόγω της ενδιαφέρουσας ιστορίας της.

Ο λόγος για την εκκλησία Καπνικαρέα στην Ερμού και τις διάφορες εκδοχές που συνοδεύουν το όνομά της καθώς επίσης και τον φόρο του καπνού που επιβαλλόταν κάποτε στους κατοίκους της Αθήνας.

Σε μια περίοδο κατά την οποία γεννήθηκε και η έκφραση ότι κάποιος είναι «από μεγάλο τζάκι». Υπάρχουν λοιπόν διάφορες εκδοχές για την διάσημη εκκλησία της Αθήνας, Καπνικαρέα και καθεμιά έχει το δικό της ενδιαφέρον.

Η διάσημη εκκλησία της Αθήνας, ο φόρος του καπνού και η έκφραση «από μεγάλο τζάκι»

Η πρώτη εκδοχή έχει σχέση με τον φόρο καπνού. Λέγεται λοιπόν ότι το 802 μ.Χ., ο Νικηφόρος, πατρίκιος και λογοθέτης, είχε επιβάλλει στους κατοίκους της Αθήνας τον φόρο του καπνού.

Δηλαδή έναν φόρο που αναλογεί στον καπνό που βγαίνει από τις καμινάδες. Σύμφωνα με αυτή τη νομοθεσία κάθε πολίτης σύμφωνα με τις καπνοδόχους που είχε το σπίτι του πλήρωνε και τον ανάλογο φόρο.

Εδώ λοιπόν αναφέρεται και η πολύ γνωστή έκφραση «από μεγάλο τζάκι». Ο εισπράκτορας που μάζευε τους φόρους αυτούς, κατά τη βυζαντινή ονοματολογία, ονομαζόταν «καπνικάριος».

Μάλλον τελικά ένας τέτοιος καπνικάριος λέγεται ότι έχτισε την εκκλησία, η οποία πήρε το όνομα Καπνικαρέα.

Η δεύτερη εκδοχή είναι του αθηναιολόγου Καμπούρογλου. Ο ίδιος αποδίδει την ονομασία στην εικόνα της Παναγίας ειδικά και γενικότερα, βέβαια, στην ιδιότητα της Παρθένου ως μητέρας του Χριστού η οποία, όπως είναι γνωστό, είναι το πλέον λατρεμένο από τον λαό πρόσωπο.

Η Παναγία της βυζαντινής εκκλησίας της οδού Ερμού των Αθηνών «έκαμε χάριτας» στους χριστιανούς όπως έλεγε.

Το Κάμη-Χαρέα, όπως την ονόμαζαν τότε με τη διάλεκτο της εποχής τους, έγινε Καμουχαρέα και τέλος Καπνικαρέα.

Η τρίτη και τελευταία εκδοχή αναφέρει ότι κατά το έτος 1689 η Αθήνα πυρπολύθηκε από τους Τούρκους, η φωτιά έφτασε και στην εκκλησία, αλλά η εικόνα δεν κάηκε.

Κάηκε μόνο το γύρω ξύλο και το πρόσωπο καπνίστηκε.

Από τις λέξεις «καπνός» και «κάρα» (το οποίο σημαίνει πρόσωπο ή κεφάλι) είπαν πως σχηματίστηκε η λέξη  «καπνικαρέα».

Αναφιώτικα: Η αγαπημένη περιοχή της Αθήνας
που κάποτε την έλεγαν «Μαύρες Πέτρες»

Η Παλιά Αθήνα έχει ένα σωρό ιστορίες να σου διηγηθεί που θα σε ταξιδέψουν σε άλλες εποχές που μπορείς να αναγνωρίσεις μόνο από φωτογραφίες. Περιοχές και γειτονιές που έχουν πια αλλάξει όψη, ακόμη και όνομα. Όπως και μια πασίγνωστη περιοχή στο κέντρο της Αθήνας στην οποία έχεις κάνει σίγουρα πολλές φορές βόλτα η οποία κάποτε λεγόταν «Μαύρες Πέτρες». Από την ομορφιά που έχει σήμερα αυτή η γειτονιά, δύσκολα θα καταλάβεις ποια είναι. Ο λόγος για τα πανέμορφα και γραφικά Αναφιώτικα στην Πλάκα. Ιδιαίτερη ιστορία και γεγονότα τα συνοδεύουν…

Γιατί όμως η κατάλευκη γειτονιά που μοιάζει με νησί των Κυκλάδων λεγόταν κάποτε «Μαύρες Πέτρες»; Πώς προέκυψε αυτό το όνομα που έχουν τα Αναφιώτικα; Η ιστορία ανήκει στο παρελθόν και συγκεκριμένα την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στην πόλη της Αθήνας. Αυτή η περιοχή  κάτω από την Ακρόπολη ονομαζόταν «Μαύρες Πέτρες» και υπήρχε εξήγηση γι’ αυτό. Εκεί κατοικούσαν τότε δούλοι που άλλοι λένε ότι ήταν από την Αίγυπτο και άλλοι ότι ήταν Αιθίοπες που ζούσαν στα σπήλαια.

Αυτοί οι άνθρωποι που ζούσαν στα Αναφιώτικα τότε χρησιμοποιούνταν και ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από την υψηλή τάξη των Οθωμανών. Τους είχαν σαν υπηρέτες. Οι παλιοί Αθηναίοι τους αποκαλούσαν «Αραπάδες». Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά που έχει κάνει ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν μιλώντας γι’ αυτή τη γειτονιά των Αφρικανών κατοίκων της παλιάς Αθήνας στο Οδοιπορικό του στην Ελλάδα. Το όνομα αργότερα άλλαξε.

To 1830 η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με αποτέλεσμα η εικόνα της να αλλάζει και πολεοδομικά. Μάλιστα είχαν φτάσει χτίστες από όλη την Ελλάδα για να δημιουργηθούν πολλά από τα κτήρια που υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Έτσι ήρθαν και οι κάτοικοι της Ανάφης. Καθώς αυτοί οι μάστορες ήταν εκπαιδευμένοι να κατασκευάζουν τα δικά τους πέτρινα σπίτια πάνω στα βράχια του νησιού τους.

Κάποιοι από αυτούς τους χτίστες αποφάσισαν ότι η Αθήνα τους άρεσε πολύ και τελικά ήθελαν να μείνουν. Ωστόσο δεν έβρισκαν και για την ακρίβεια δεν μπορούσαν οικονομικά να αγοράσουν νόμιμα οικόπεδα. Έτσι κατέφυγαν στη λύση των οικοπέδων εκτός σχεδίου και μάλιστα δίπλα στην Ακρόπολη. Κάπως έτσι, το 1860, από δύο εργάτες χτίστηκαν τα πρώτα σπίτια στη σημερινή περιοχή που είναι τα Αναφιώτικα.

Η ιστορία, μάλιστα, λέει ότι οι δύο μάστορες, που κατάγονταν από την Ανάφη, έχτιζαν κατά τη διάρκεια της νύχτας για να περάσουν απαρατήρητοι από τις αρχές. Λόγω της πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής εκείνης της περιόδου, οι κτίστες, οι οποίοι δούλευαν πολύ γρήγορα, δεν έγιναν αντιληπτοί παρά μόνο όταν ολοκλήρωσαν το έργο τους.

Τα Αναφιώτικα είναι η κυριακάτικη βόλτα που όλοι έχουμε κάνει οποιαδήποτε εποχή του χρόνου. Το καλοκαίρι, όμως, είναι το κάτι άλλο. Οι βουκαμβίλιες και τα κατάλευκα σοκάκια σε κάνουν να νιώθεις πραγματικά ότι είσαι σε κάποιο νησί ενώ στην πραγματικότητα είσαι στο κέντρο της Αθήνας.

Εκεί θα κάνεις στάση για τον καφέ ή θα πιεις μια μπύρα καθισμένος στα σκαλάκια. Και θα συνεχίσεις τον περίπατο στην Πλάκα. Στην πιο γραφική και ιστορική γειτονιά της Αθήνας. Μπορεί να περάσεις τυχαία και έξω από το σπίτι που γυρίστηκε το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». Ή ακόμη και να περπατήσεις στον δρόμο που έχει το ίδιο όνομα εδώ και 25 αιώνες.

Οδός Τριπόδων στην Πλάκα
Ο δρόμος που έχει το ίδιο όνομα εδώ και 25 αιώνες

Η περίφημη οδός Τριπόδων έχει ιστορία και είναι πολύ σημαντική όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Θεωρείται ο αρχαιότερος δρόμος της Αθήνας. Εκτός από αυτό θεωρείται ότι ο μακροβιότερος δρόμος της Αθήνας που διατηρεί την ίδια ονομασία εδώ και 25 αιώνες.

Ένας δρόμος στον οποίο έχουν περπατήσει ανά τους αιώνες εκατομμύρια ανθρώπων σε πολλές και διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Ξεκινώντας από πολύ παλιά, η οδός Τριπόδων οδηγούσε από το Θέατρο στην Αγορά και μάλιστα αυτή ήταν και η βασική χρησιμότητά του. Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρούταν και θεωρείται ο δρόμος του Θεάτρου και των Καλών Τεχνών.

Ο Παυσανίας ανέφερε χαρακτηριστικά για την οδό Τριπόδων: «Έστι δε οδός από του πρυτανείου καλουμένη Τρίποδες∙ αφ’ ου καλούσι το χωρίον, ναοί όσον ες  τούτο μεγάλοι και σφισιν εφεστήκασι τρίποδες, χαλκοί.» (Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις).

Από τις αναφορές που έχουν διασωθεί μπορούμε να φανταστούμε ότι από την αρχαιότητα θεωρούταν ο πιο ωραίος και στολισμένος δρόμος της αρχαίας Αθήνας. Οι Αθηναίοι ξεκινούσαν από το Πρυτανείο κάτω στην Αγορά και ανηφόριζαν των 800 μέτρων μήκους δρόμο και πλάτους 6 μέτρων για να φθάσουν στον τελικό προορισμό τους, που ήταν το θέατρο του Διονύσου. Την αρχαία αυτή οδό, διέσχιζαν και οι νυχτερινές λαμπαδηδρομίες που γίνονταν προς τιμήν του Θεού Διονύσου. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο και το όνομά της. Το πήρε από τους χάλκινους τρίποδες που τοποθετούνταν κατά μήκος της. Ένας δρόμος που σήμερα σε ταξιδεύει στο χρόνο και νομίζεις ότι θα ξεπροβάλλουν μπροστά σου ιστορίες από τα δεκάδες χρόνια ζωής του

Σήμερα η οδός Τριπόδων, αυτός ο δρόμος με την μεγάλη ιστορία είναι ένα γραφικό πλακιώτικο δρομάκι. Η χρήση της σύγχρονης πλέον οδούς συνεχίζεται σχεδόν στον ίδιο άξονα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε υπόγεια και αυλές ακινήτων επί της σημερινής οδού Τριπόδων έχουν βρεθεί τμήματα των χορηγικών μνημείων της αρχαιότητας.

Η οδός Τριπόδων στην Πλάκα παραμένει, λοιπόν, μέχρι και σήμερα ένας πολυσύχναστος δρόμος στην καρδιά της ομορφότερης γειτονιάς της Αθήνας. Δεν έχει αλλάξει και τόσο πολύ σε σχέση με τα χρόνια που πέρασαν από πάνω της.

Η οδός Τριπόδων είναι ο δρόμος της Αθήνας που το παρελθόν μπλέκεται τόσο αρμονικά με το παρόν μέσα στην αχλή του χρόνου. Μια από τις ωραιότερες εκδοχές της ούτως ή άλλως γοητευτικής Πλάκας.

Το σίγουρο όπως κατάλαβες είναι ότι η βόλτα στα Αναφιώτικα και γενικά στην Πλάκα θα σε κάνει ένα νοητό και όμορφο ταξίδι στο παρελθόν.