ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΧΑΜΑΣ ΜΕ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ

1169

ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΚΡΥΦΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ! ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ.

ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ “ΟΜΙΧΛΗ” ΤΟΥ ΜΕΣΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΙΜΑ.

 

 

 

 

 

Δρ Αθανάσιος Ε. Δρούγος
Διεθνολόγος – Γεωστρατηγικός Αναλυτής

Η επίθεση που εξαπέλυσε η Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου στο νότιο Ισραήλ ήταν τόσο τρομακτική και “εντυπωσιακή” που είναι φυσικό να αναζητήσουμε την περίπτωση ιστορικών παραδειγμάτων για να θέσουμε την απάντηση του Ισραήλ σε κάποιο αποδεκτό πλαίσιο. Ο πόλεμος, όπως είπε ο Κλάουζεβιτς, συχνά καλύπτεται από ομίχλη. Για τους δημοσιογράφους, τους διπλωμάτες, τους ειδικούς και τους αναλυτές, ένα εργαλείο για να ξεδιαλύνουν την ομίχλη του πολέμου είναι η αναλογία. Αυτές οι αναφορές σε πράγματα που είναι γνωστά μπορούν να βοηθήσουν στην εξήγηση του τι είναι άγνωστο, σκοτεινό, μακρινό ή δύσκολο να κατανοηθεί. Αλλά οι αναλογίες είναι δύσκολες, οι περιστάσεις δεν είναι ποτέ ίδιες, επομένως οι αναλογίες, ειδικά χωρίς λεπτομερείς προειδοποιήσεις και εμβάθυνση μπορούν να εξαπατήσουν περισσότερα από όσα πιθανό να εξηγούν.

Έτσι είναι και με τον πόλεμο Χαμάς-Ισραήλ. Παρουσιάζω τρεις αναλογίες σχετικά με αυτή τη σύγκρουση και γιατί ειλικρινά θολώνουν περισσότερο παρά φωτίζουν.

Α) Έκπληξη, από τον πόλεμο του Yom Kippur/1973 μέχρι το Simchat Torah του τώρα “Οι Άραβες το έκαναν ξανά”, έτσι λέει αυτή η αναλογία, δηλαδή “μια αιφνιδιαστική επίθεση, σε μια μεγάλη Εβραϊκή εορτή, που μπέρδεψε τις προκαταλήψεις για τον εχθρό και έδωσε ένα ισχυρό χτύπημα που, όταν συνέβη, αποτέλεσε την πιο σκοτεινή μέρα στην ιστορία του κράτος του Ισραήλ”. Αυτή η πρόταση χαρακτηρίζει επακριβώς αυτό που συνδέει τα γεγονότα της 6ης Οκτωβρίου 1973 και της 7ης Οκτωβρίου 2023 (δηλαδή την κοινή συμβατική επίθεση Αιγύπτου – Συρίας στις Ισραηλινές δυνάμεις στο Σινά και στο Γκολάν, με την κρυφή επίθεση της Χαμάς στις Ισραηλινές κοινότητες του νότου ακριβώς απέναντι από τα σύνορα της Γάζας). Αλλά εκεί τελειώνει η ομοιότητα (το να προσπαθήσουμε να διαβάσουμε περισσότερα για την επίθεση της Χαμάς αντλώντας από τα μαθήματα του 1973 είναι λάθος.).

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το 1973 ήταν, για τον αρχιτέκτονά του πολέμου τον Αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ ελ-Σαντάτ, ένα σχολικό ως και Κλαουζεβιτσιανό παράδειγμα του “πολέμου ως προέκταση της πολιτικής”. Ο στόχος του ήταν να διασχίσει τη Διώρυγα του Σουέζ και έτσι να ταράξει μια στατική κατάσταση επιδιώκοντας την ειρήνη, να δώσει στον Αιγυπτιακό λαό αρκετή υπερηφάνεια για το επίτευγμα του στρατού του, που θα μπορούσε να υποστηρίξει τη διπλωματία, να δώσει στην Ισραηλινή κυβέρνηση λόγο να λάβει στα σοβαρά την Αίγυπτο, τόσο ως στρατιωτική απειλή όσο και ως πιθανό εταίρο της ειρήνης ως και να δώσει στην κυβέρνηση των ΗΠΑ την “πρώτη ύλη’ για να υιοθετήσει μια στρατηγική αλλαγή που όχι μόνο θα μεταμορφώσει την περιοχή, αλλά θα έθετε τον πιο ισχυρό παράγοντα του Αραβικού κόσμου σταθερά στην τροχιά των ΗΠΑ.

Το αποτέλεσμα ήταν, μέσα σε πέντε χρόνια από τον πόλεμο, η συνθήκη ειρήνης Αιγύπτου – Ισραήλ και η αρχή αυτού που είναι σήμερα 45 χρόνια διμερούς συνεργασίας ως και μια ισχυρή (αν και συχνά τεταμένη) σχέση ΗΠΑ-Αιγύπτου. Η επίθεση της Χαμάς ήταν ακριβώς το αντίθετο. Παρά το υπαρξιακό χάσμα που τους χώριζε (στα χαρτιά, η Χαμάς και το Ισραήλ αντιτάχθηκαν στην ίδια την ύπαρξη του άλλου) τα δύο μέρη διατήρησαν μια συγκεκριμένη πολιτική “σχέση” μέχρι τις 7 Οκτωβρίου, τόσο άμεσα όσο και μέσω των μεσαζόντων τους όπως το Εμιράτο του Κατάρ. Όπως αποδείχθηκε, αυτό ήταν ένα τέχνασμα της Χαμάς. Τόσο το γεγονός της επίθεσης κατά των κοινοτήτων αμάχων εντός του Ισραήλ (πριν από το 1967) όσο και ο βάρβαρος τρόπος με τον οποίο οι μαχητές της Χαμάς απολάμβαναν τη βαρβαρότητα εναντίον αθώων πολιτών ήταν ένα σαφές μήνυμα: Αυτός ο πόλεμος δεν έχει να κάνει με την πολιτική, είναι ένας αγώνας μέχρι το τέλος. Η ιδέα ότι η Χαμάς και το Ισραήλ, (όπως έκαναν η Αίγυπτος και το Ισραήλ μετά τον πόλεμο του 1973) θα γιορτάσουν μια συνθήκη ειρήνης σε πέντε χρόνια από τώρα είναι παράλογη και ακόμη και άσεμνη. Εκτός από τα επιφανειακά κοινά τους, η αναλογία 1973–2023 σβήνει εκεί. Ούτε συζήτηση παραπέρα.

Β) Η Γάζα ως Φαλούτζα στην Ιρακινή επαρχία αλ Ανμπάρ
Οι τηλεπικοινωνιακές ειδήσεις είναι γεμάτες από απόστρατους στρατηγούς των ΗΠΑ που προσφέρουν πληροφορίες από τις εμπειρίες τους από την καταπολέμηση του ISIS και πριν από αυτό, τoυ δικτύου της Αλ Κάιντα στο Ιράκ, στις δύσκολες αστικές περιοχές της ανατολικής Συρίας, της Μοσούλης/Νινεβί και της δυτικής επαρχίας Ανμπάρ (Ραμάντι, Φαλούτζα κ.α.). Πολλά από αυτά που λένε οι Αμερικανοί στρατηγοί είναι χρήσιμα, ειδικά οι προειδοποιήσεις σχετικά με την απειλή παγίδων με εκρηκτικά, τη σημασία του περιορισμού των απωλειών αμάχων και τις καθαρές ψυχολογικές απαιτήσεις των έντονων μαχών σε περιοχές με υψηλή πυκνότητα πληθυσμού.

Ωστόσο, λίγες αναλύσεις υπογραμμίζουν τις σημαντικές διαφορές μεταξύ αυτού που αντιμετωπίζουν οι Ισραηλινές αμυντικές δυνάμεις στη Γάζα και αυτού που αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ στη Συρία και το Ιράκ, οι οποίες δίνουν πλεονεκτήματα που δεν απολάμβαναν τη προηγούμενη δεκαετία οι ΗΠΑ (άρα υπάρχουν χαρτογραφικές και γεωμορφολογικές διαφορές). Τέτοια πλεονεκτήματα περιλαμβάνουν: Άμεση Ισραηλινή εμπειρία στη Γάζα που πηγαίνει πίσω κάποια χρόνια/ δεκαετίες. Ισραηλινά σήματα και άλλα συστήματα πληροφοριών (παρά τα πάντοτε υπάρχοντα μειονεκτήματα) που έχουν επικεντρωθεί στη Γάζα για πολλά χρόνια. Το γεγονός ότι τα ίδια τα Ισραηλινά στρατεύματα διεξάγουν τις μάχες, όχι απλώς ως προωθημένοι σύμβουλοι για μια άλλη δύναμη (όπως οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις) σε μια στρατηγική «από, με και μέσα». Η γεωγραφική διαφορά μεταξύ της συμπαγούς Γάζας και της τεράστιας περιοχής στην οποία έπρεπε να επιχειρήσουν οι δυνάμεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Για να δώσουμε μια αίσθηση αναλογίας(γιατί οι πλείστοι στη χώρα μας δεν είναι ειδικοί) μόνο η επαρχία Anbar (53.476 τετραγωνικά μίλια) είναι περισσότερο από 375 φορές το μέγεθος της Λωρίδας της Γάζας (141 τετραγωνικά μίλια).

Επιπλέον, οι Ισραηλινοί οδηγούνται από μια αίσθηση επείγοντος που δεν είχαν οι Ιρακινές δυνάμεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Ένας λόγος που οι τελευταίοι αφιέρωσαν τόσους μήνες στην εκκαθάριση εξτρεμιστών/τρομοκρατών από πυκνές αστικές περιοχές της Συρίας και του Ιράκ ήταν επειδή μπορούσαν να αφιερώσουν πολλούς μήνες για να ολοκληρώσουν τη δουλειά (δηλαδή δεν είχαν το πολιτικό ρολόι να χτυπά πάνω τους, όπως κάνουν οι Ισραηλινοί). Αυτός ο χρονικός περιορισμός θα αναγκάσει τους Ισραηλινούς λογικά να λειτουργήσουν διαφορετικά (ίσως αποτελεσματικά, ίσως όμως και όχι, αλλά σίγουρα διαφορετικά).  Αυτό έχει σημαντικές προεκτάσεις. Η δυσπιστία που επικρατεί στους κύκλους πολιτικής των ΗΠΑ ότι το Ισραήλ μπορεί να επιτύχει τους πολεμικούς του στόχους (την εξάρθρωση της στρατιωτικής υποδομής της Χαμάς και το τέλος του πολιτικού ελέγχου της Χαμάς στη Γάζα) προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από την Αμερικανική εμπειρία στο Ιράκ και τη Συρία και την αίσθηση ότι το Ισραήλ δεν θα έχει χρόνο που είχαν οι δυνάμεις των ΗΠΑ για να κάνουν τη δουλειά εκεί.

Αν και είναι σίγουρα αλήθεια ότι η εμπειρία και ο δυσχέρειες στο πεδίο της μάχης μπορεί να αναγκάσει το Ισραήλ να περιορίσει τους στόχους του, οι διαφορές μεταξύ της κατάστασης στη Γάζα και αυτού που αντιμετώπιζαν οι δυνάμεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στη Συρία/Ιράκ είναι σημαντικές – το δεύτερο μπορεί να ενημερώσει το πρώτο, αλλά δεν το καθορίζει .

Γ) Χαμάς / Γάζα = PLO / Βηρυτός
Στις ειδήσεις δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε για Ισραηλινά τανκς που μπαίνουν σε Αραβικό έδαφος για να εξοντώσουν μια τρομοκρατική ομάδα που τάσσεται στην καταστροφή του Ισραήλ. Αυτός ο στόχος ενθάρρυνε τις Ισραηλινές επιχειρήσεις στον πόλεμο κατά της PLO το 1982, ακόμη κι αν το έναυσμα ήταν μια βραδεία κλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, σε αντίθεση με την επίθεση της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου, η οποία προκάλεσε μια ξαφνική και δραματική αλλαγή.

Ισραηλινή στρατηγική. «Βλέπω μια ομοιότητα μεταξύ αυτού του πολέμου και του πολέμου της Βηρυτού του 1982 όταν ο Αριέλ Σαρόν εισέβαλε στον Λίβανο» σχολίασε ο Abdulrahman al-Rashed στην έγκυρη εφημερίδα al-Sharq al-Awsat. «Υπάρχουν απόηχοι του καλοκαιριού του 1982» έγραψε η Kim Ghattas στους Λονδρέζικους Financial Times.  Η ομοιότητα μεταξύ της Βηρυτού του 1982 και της Γάζας του 2023 πιθανότατα θα οδηγήσει σε πρόβλεψη ότι ο πόλεμος της Χαμάς μπορεί να τελειώσει όπως ο πρώτος (όχι με οριστικό αποτέλεσμα αλλά ένα ασαφές) π.χ. “ζήστε για να πολεμήσετε μια άλλη μέρα” χωρίς τέλος, παρόμοια με τη θαλάσσια έξοδο που διαπραγματεύθηκαν οι ΗΠΑ (εκκένωση του Γιασέρ Αραφάτ και της ομάδας μαχητών της PLO από τη Βηρυτό στην Τύνιδα). Ίσως έτσι να νομίζουν κάποιοι ότι τελειώνει αυτό το κεφάλαιο, με τους ηγέτες της Χαμάς στις σήραγγες της Γάζας να εξαργυρώνουν τις διαπραγματεύσεις των ομήρων με αντάλλαγμα την ασφαλή μετάβαση σε κάποια Αραβική πόλη. Αλλά μετά από προσεκτική επιθεώρηση, η αναλογία καταρρέει.

Μέχρι το 1982, η PLO είχε ήδη κατακτήσει την τότε εκδοχή του Παλαιστινιακού επαναστατικού εθνικισμού. Μπορεί να συγκάλεσε την πρώτη της συνεδρίαση του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου στην Ιερουσαλήμ το 1964, αλλά μετά την Αραβική ήττα το 1967, αναγκάστηκε να απομακρυνθεί σταδιακά από την Παλαιστίνη – πρώτα στην Ιορδανία (Μαύρος Σεπτέμβρης) και μετά στον Λίβανο. Η απόδραση στην Τύνιδα ολοκλήρωσε αυτή τη διαδικασία, η οποία τελείωσε μόνο όταν (ειρωνεία της ειρωνείας!) το Ισραήλ κάλεσε την PLO πίσω στην Παλαιστίνη μέσω των Συμφωνιών του Όσλο του 1993.

Αντίθετα, η Χαμάς όχι μόνο είναι επί του παρόντος ο ηγέτης ενός βασικού τμήματος της Παλαιστίνης, αλλά απλώς επιτέθηκε και κράτησε, έστω και για λίγο, εδάφη στο νότιο Ισραήλ, δηλαδή την πρώτη επανάκτηση Αραβικών εδαφών εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων και μία αποχώρηση θα ήταν ένα δραματικό βήμα προς τα πίσω. Και η πιθανότητα η Χαμάς να προσκληθεί ξανά σε κάποια μελλοντική ειρηνευτική συμφωνία είναι σχεδόν μηδενική. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη βαρβαρότητα της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου, που την κατέστησε πολιτικά ραδιενεργή ακόμη και για τους πιο ένθερμους Ισραηλινούς ειρηνιστές. Αλλά το Ισραήλ δεν θα πιεστεί για να σώσει έναν επίδοξο εταίρο της ειρήνης επειδή υπάρχει σήμερα μια προφανής εναλλακτική λύση, η ελαττωματική , διεφθαρμένη αλλά υπάρχουσα Παλαιστινιακή Αρχή.

Το 1982, η PLO σώθηκε επειδή θεωρήθηκε ως απεχθής αναγκαιότητα. Σήμερα, η Χαμάς είναι απλώς απεχθής και μη-αναγκαία . Αν τα ηγετικά της στελέχη ,όπως ο Μοχάμεντ Ντέιφ, ο Γιαχία Σινγουάρ και οι σύντροφοί τους επιβιβαστούν σε μια βάρκα για να γλυτώσουν από τον σφιχτό κλοιό του Ισραήλ, δεν θα επιστρέψουν στη Γάζα ποτέ όπως έκανε ο θριαμβευτής Αραφάτ το 1994, αλλά είναι πολύ πιο πιθανό να έχουν τη μοίρα του Khalil al-Wazir (γνωστού Abu Jihad), του κορυφαίου αναπληρωτή του Aραφάτ που εκτελέστηκε από μια ομάδα Ισραηλινών κομάντο στο σπίτι του στην Τύνιδα το 1988.

Η επίθεση που εξαπέλυσε η Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, με σφαγή γυναικών, παιδιών, ηλικιωμένων και ψυχικά ασθενών, που κινηματογραφήθηκε από τους ίδιους τους δράστες για να γιορτάσουν το διεστραμμένο επίτευγμά με τον λαό τους και τον ευρύτερο κόσμο, ήταν τόσο τρομακτική που είναι φυσικό να αναζητήσουμε κάποια ιστορικά παραδείγματα για να κατανοήσει κανείς τον παραλογισμό της ως και να βάλει την απάντηση του Ισραήλ σε κάποιο πλαίσιο. Ωστόσο, στη σύγχρονη ιστορία της Μέσης Ανατολής, ειδικά στην αιωνόβια Αραβοϊσραηλινή αρένα, δεν υπάρχει. Για τους Άραβες, τους Ισραηλινούς ως και την ευρύτερη περιοχή, η 7η Οκτωβρίου είναι και θα είναι πραγματικά ένα ιστορικό σημείο διαχωρισμού μεταξύ αυτού που προηγήθηκε και αυτού που βρίσκεται μπροστά μας και είναι εφιαλτικό!