Αγαπητή κυρία Θεοδώρου συστήστε μας με λίγα λόγια το νέο σας βιβλίο «Άλικες Σιωπές».
Οι Άλικες Σιωπές είναι η ιστορία μια μεγάλης, απαγορευμένης αγάπης που δοκιμάστηκε στο πέρασμα των χρόνων, κατά τη διάρκεια της νεότερης Ιστορίας της χώρας μας. Αυτής που δεν διδαχτήκαμε στο σχολείο και που γράφτηκε με τα πιο μελανά χρώματα, αυτής του Εμφυλίου δηλαδή. Το βιβλίο ξεκινά στη Θεσσαλονίκη το 1935, λίγο καιρό πριν από τη δικτατορία του Μεταξά, καταγράφει τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια του Εμφυλίου και του ανταρτοπόλεμου στο βουνό και καταλήγει σε πιο σύγχρονη εποχή, συγκεκριμένα στον Οκτώβριο του 1990. Σε ήρωες του βιβλίου και καίριους συντελεστές της εξέλιξής του μετατρέπονται σημαίνοντα ιστορικά πρόσωπα της εποχής, ενώ παράλληλα στην επιφάνεια αναδύεται η αρχέγονη μάχη του καλού με το κακό, του φωτός με το σκοτάδι, της αλήθειας με το ψέμα. Οι ήρωες διχάζονται ανάμεσα σε αυτά που προστάζει ο έρωτας και σε εκείνα που ορίζει η ηθική τους, σε ιδεολογίες πολλές φορές επιβεβλημένες και απατηλές, σε ανάγκες, επιθυμίες και όνειρα που μετατρέπονται σε εφιάλτη. Και τελικά αναρωτιούνται: πόσες φορές μπορεί κανείς να τα παρατήσει όλα και να ξεκινήσει από την αρχή; Πόσες φορές μηδενίζει το ρολόι της ζωής;
Γιατί αποφασίσετε να τοποθετήσετε το μυθιστόρημά σας στη συγκεκριμένη, δύσκολη για την Ελλάδα χρονική περίοδο;
Με θύμωνε πάντα, από τότε που ήμουν μαθήτρια ακόμα και αργότερα που δίδασκα Ιστορία στο σχολείο, το γεγονός πως, πάντα, τα διδακτικά εγχειρίδια της Νεότερης Ιστορίας έφταναν μέχρι ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο, μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δηλαδή, τον οποίο μάλιστα τις περισσότερες φορές δεν προλαβαίναμε να διδάξουμε παρά μονάχα επιγραμματικά. Ένιωθα λοιπόν πως σκόπιμα και απόλυτα συνειδητά έμενε απέξω ένα ζωτικό κομμάτι της ιστορίας μας και του ποιοι είμαστε σήμερα, αφού το παρελθόν μας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό, αντιλαμβανόμενη βέβαια παράλληλα και τη δυσκολία του όλου εγχειρήματος: οι σχετικές μνήμες εξακολουθούν να είναι πολύ νωπές, οι μαρτυρίες και οι πηγές αντικρουόμενες και η αλήθεια πολύ χειρότερη απ’ ότι έχει τολμήσει ποτέ να φανταστεί κανείς. Ξεκίνησα λοιπόν τη συγγραφή του βιβλίου αυτού πιο πολύ ως ένα προσωπικό στοίχημα. Ήθελα να μάθω εγώ η ίδια πρώτα και να μεταδώσω στη συνέχεια το κλίμα της εποχής εκείνης μέσω μιας ιστορίας που δείχνει τον διχασμό και την πόλωση, ακόμα και στα πλαίσια της ίδιας της οικογένειας. Λένε ότι τότε σκότωνε αδερφός τον αδερφό του. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο ζοφερή. Σκότωνε ο καθένας το είναι του, αυτό που τον καθιστά άνθρωπο. Πρόδιδε τις αρχές του, ξερίζωνε την ψυχή του, αφάνιζε ακόμα και τα ίδια τα παιδιά του.
Πόσο χρόνο σας πήρε η ιστορική έρευνα και τι αποκομίσατε ως άνθρωπος και συγγραφέας από αυτή;
Η ιστορική έρευνα για το βιβλίο αυτό ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2016 και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αφού και το επόμενο βιβλίο μου θα είναι στην ουσία η αυτόνομη και αυτοτελής συνέχεια των Άλικων Σιωπών, καθώς πραγματεύεται τη ζωή των δίδυμων κοριτσιών της Ηλέκτρας και του Δημήτρη που έχουν χαθεί και μεταξύ τους και από τους γονείς τους στη δίνη του Εμφυλίου. Αποκόμισα πολλά πράγματα ως άνθρωπος από την έρευνα αυτή: γνώσεις και άποψη γύρω από πλήθος γεγονότων και ιστορικών φυσιογνωμιών. Αυτό όμως που θα έλεγα ότι έχει αποτυπωθεί μέσα μου μετά απ’ όλη αυτή την έρευνα είναι ο φόβος: για το πού μπορεί να φτάσει το μίσος, η εμπάθεια και ο φανατισμός του ανθρώπου υπό συγκεκριμένες, όχι και τόσο απίθανες, συνθήκες.
H Θεσσαλονίκη είναι το επίκεντρο της νέας σας ιστορίας. Ποια η σχέση σας με τη συγκεκριμένη πόλη;
Έχω τη χαρά να με συνδέουν πολύ στενοί δεσμοί με τη συγκεκριμένη πόλη που από μικρό παιδί την έβρισκα πάντα μαγική. Η μητέρα μου είναι από τη Θεσσαλονίκη, το πατρικό της σπίτι που είχα επισκεφτεί κι εγώ πάμπολλες φορές ως παιδί βρισκόταν στο κέντρο, πολύ κοντά στην Πλατεία Αριστοτέλους και είναι ο τόπος για τον οποίο πάντα απολάμβανα να διαβάζω ιστορίες όσο και να σκαρώνω δικές μου.
Ποιος από τους λογοτεχνικούς ήρωες του νέου βιβλίου σας είναι ο αγαπημένος σας και ποιος σας δυσκόλεψε περισσότερο κατά τη συγγραφή του βιβλίου σας;
Αγάπησα έναν αμφιλεγόμενο ήρωα του βιβλίου, τον Ισίδωρο. Κάποιον που ξεκινά ως ιδιαίτερα αντιπαθητική μορφή και καταλήγει, για μένα τουλάχιστον, σε αυτόν που ξέρει να αγαπά και να θυσιάζει πράγματα στο βωμό της αγάπης του αυτής όσο κανένας άλλος. Με δυσκόλεψε κάποιες φορές η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η Ηλέκτρα, με ορισμένες επιλογές της που ενώ ήταν απόλυτα συμβατές με το ποια ήταν και τι είχε ζήσει ως τότε – επιλογές που ήταν στην ουσία θέμα ζωής και θανάτου για την ίδια – μου ήταν πολύ δύσκολο, εμένα ως Κλαίρη να τις αποδεχτώ, παρόλο που τις κατανόησα και εντέλει τις σεβάστηκα.
Πότε και μια ποια αφορμή πρωτοασχοληθήκατε με τη συγγραφή;
Έγραφα πάντα, από μικρό παιδί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου στην ουσία. Οι ιστορίες μου ήταν για μένα η διέξοδός μου από τα προβλήματα της καθημερινότητας, ο τρόπος μου να ζω το «όνειρο» και το «παραμύθι», παράλληλα όμως και ένα είδος κάθαρσης και ψυχοθεραπείας. Ολοκλήρωσα το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο “Salvadera” (2009) σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου και η αλήθεια είναι πως δεν είχα αντιληφθεί καν πως είχα στα χέρια μου ένα βιβλίο, μέχρι που μπήκε η τελική τελεία. Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν εκείνο που με έσπρωξε τότε να τολμήσω το μεγάλο βήμα και να δοκιμάσω την τύχη μου στον εκδοτικό χώρο, ευχαριστώ όμως καθημερινά τον Θεό για την απόφασή μου αυτή.
Υπήρξαν κάποιοι Έλληνες οι ξένοι συγγραφείς που σας ενέπνευσαν και επηρέασαν ίσως το δικό σας έργο;
Υπάρχουν πολλά ονόματα που θαυμάζω και που απολαμβάνω πάντα να διαβάζω έργα τους. Ξεχωρίζω για παράδειγμα από την εγχώρια λογοτεχνία τον Γιάννη Ξανθούλη, τον Ισίδωρο Ζουργό και την Ευγενία Φακίνου, ενώ έχω ιδιαίτερη αγάπη για τους Ισπανόφωνους συγγραφείς, όπως ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, η Ιζαμπέλ Αλιέντε, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Χουάν Μαρσέ, ο Χούλιο Κορτάσαρ και πολλοί ακόμα άλλοι.
Πως αγαπάτε να περνάτε το χρόνο σας όταν δεν ασχολείστε με τη συγγραφή βιβλίων;
Ασχολούμαι με τη φωτογραφία που αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη μου αγάπη, κάνω βόλτες με τα σκυλιά μου, ταξιδεύω με τον άντρα μου, διαβάζω πολύ, πηγαίνω θέατρο και σινεμά, απολαμβάνω το κάθε δευτερόλεπτο που περνώ με αγαπημένα πρόσωπα και φίλους.
Ποια είναι τα συγγραφικά σχέδια σας για τη συνέχεια;
Όπως ανέφερα και παραπάνω το επόμενο βιβλίο θα είναι η αυτόνομη, χρονική συνέχεια αυτού, η ιστορία δηλαδή της επόμενης γενιάς, των παιδιών της Ηλέκτρας και του Δημήτρη που βρίσκονται η μία σε Παιδόπολη της Βασίλισσας Φρειδερίκης στη Θεσσαλονίκη και η άλλη σε Παιδόπολη στις Ανατολικές Χώρες και συγκεκριμένα στη Ρουμανία.
Θα θέλατε να μας παραθέσετε ένα απόσπασμα της επιλογής σας από το νέο βιβλίο, ώστε να πάρουν οι αναγνώστες μια μικρή, πρώτη γεύση από την ιστορία σας;
«Πρέπει να χωριστούμε!» είπε εκείνος προσπαθώντας να αποφύγει το απεγνωσμένο βλέμμα της. «Αγάπη μου, άκουσέ με…» συνέχισε, μην μπορώντας να κρύψει την ταραχή του. «Δεν υπάρχει άλλη λύση… Πρέπει να προσπαθήσουμε να τις σώσουμε, έστω τη μία από τις δύο! Τους οφείλουμε τουλάχιστον αυτό…»
Έστω ο ένας από τους δυο μας, έστω η μία από τις δυο τους… σκέφτηκε εκείνη ξεροκαταπίνοντας, μην μπορώντας να χωρέσει το μέγεθος και το νόημα αυτού του διλήμματος, νιώθοντας την ψυχή της να ανταγωνίζεται σε ψύχος τις πολικές θερμοκρασίες στις οποίες ήταν εκτεθειμένοι όλοι τους –μια χούφτα άνθρωποι στην ουσία, ταλαιπωρημένοι και εξαντλημένοι‒ εδώ και τόσο καιρό. Έσφιξε ενστικτωδώς το φασκιωμένο μωρό ακόμα πιο σφιχτά στην αγκαλιά της και έκλεισε τα μάτια για να εμποδίσει, όσο γινόταν, τα δάκρυα να κυλήσουν.
«Δε θα τα καταφέρουμε όλοι μαζί», συνέχισε εκείνος. «Πρέπει…»
«Πάψε!» τον διέκοψε. Δε χρειαζόταν να την πείσει.