Πλοήγηση σε Αχαρτογράφητα Ύδατα: Η Κρίση και η Γέννηση μιας Νέας Παγκόσμιας Οικονομικής Τάξης Πραγμάτων

2363
Δρ. Νικόλαος Λάος

 

Φιλόσοφος – Σύμβουλος Νοοπολιτικής, Μέγας Διδάσκαλος του Λογίου και Πολιτικού Τάγματος των Βαθέως Πεφωτισμένων (Scholarly and Political Order of the Ur-Illuminati), το οποίο αποτελεί έναν ανεξάρτητο, ιδιωτικό, αποκλειστικό ερευνητικό θεσμό ασχολούμενο με ολόκληρο το εύρος της φιλοσοφίας και της πολιτικής και μια διεθνή αδελφότητα (η οποία εν μέρει αλληλοεπικαλύπτεται ιδιομόρφως με τον Ελευθεροτεκτονισμό υπερβαίνοντάς τον) επικεντρωμένη στην αρχή του φωτισμού της ανθρωπότητας.

www.nicolaslaos.com

Η ακόλουθη μελέτη με τίτλο “Πλοήγηση σε Αχαρτογράφητα Ύδατα: Η Κρίση και η Γέννηση μιας Νέας Παγκόσμιας Οικονομικής Τάξης Πραγμάτων” αποτελεί μέρος της εισήγησης που πραγματοποίησε ο συγγραφέας κατά την εαρινή περίοδο εργασιών του 2019 στην Επιτροπή Διεθνών Υποθέσεων του Scholarly and Political Order of the UrIlluminati (SPOUI), όπου μελετήθηκαν θέματα και διαμορφώθηκαν προτάσεις που αφορούν στην ανθρωπιστική αναδιοργάνωση του παγκοσμίου οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Στο πλαίσιο του τμήματος της εργασίας του Δρ. Νικολάου Λάου που δημοσιεύεται εδώ, εξηγούνται οι κινητήριες δυνάμεις και οι μηχανισμοί των κρίσεων και των θεσμών της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα έως και σήμερα, και αναλύονται οι κινητήριες δυνάμεις και προκλήσεις της επομένης παγκόσμιας οικονομικής τάξης πραγμάτων.

Η Οικονομική Κρίση του Δεκάτου Ενάτου Αιώνα

“Η πρώτη αληθώς διεθνής κρίση” ήταν η λεγομένη Μακρά Ύφεση (Long Depression), η οποία στις Η.Π.Α. είναι γνωστή και ως η Ύφεση του 1873–79. Η Μακρά Ύφεση πυροδοτήθηκε από τον χρηματιστηριακό Πανικό του 1873, ο οποίος ήταν αποτέλεσμα της κατάργησης του διμεταλλισμού στις Η.Π.Α. και της έκρηξης της οικονομικής “φούσκας” των σιδηροδρομικών μετοχών και ομολόγων. Συγκεκριμένα, το 1871, η Γερμανική Αυτοκρατορία έπαυσε να εκδίδει αργυρά νομίσματα, και, το 1873, στις Η.Π.Α., ψηφίστηκε ένας Νόμος περί Μεταλλικών Νομισμάτων (Coinage Act) με τον οποίο οι Η.Π.Α. κατήργησαν τον διμεταλλισμό, δηλαδή, πλέον θα χρησιμοποιούνταν ως μέτρο οικονομικών αξιών μόνο ο χρυσός, ενώ προηγουμένως χρησιμοποιούνταν και ο χρυσός και ο άργυρος· άρα, το αμερικανικό δολάριο θα ήταν πλέον μετατρέψιμο μόνο σε χρυσό, όχι και σε άργυρο. Αυτή η αλλαγή προκάλεσε ραγδαία πτώση της τιμής του αργύρου, μείωση της εγχώριας ποσότητας χρήματος στις Η.Π.Α., και άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων, επιδρώντας δυσμενώς στους Αμερικανούς αγρότες και, γενικότερα, στους Αμερικανούς χρεοφειλέτες. Επίσης, τον Σεπτέμβριο του 1873, η Jay Cooke & Company, μια από τις σημαντικότερες επενδυτικές τράπεζες των Η.Π.Α., βρέθηκε σε αδυναμία να εμπορευθεί τα ομόλογα της σιδηροδρομικής εταιρείας Northern Pacifc Railway, στα οποία είχε επενδύσει εκατομμύρια δολάρια. Η Jay Cooke & Company και άλλοι χρηματοοικονομικοί παράγοντες είχαν κερδοσκοπήσει αγρίως επάνω στις σιδηροδρομικές εταιρείες, καθώς το σιδηροδρομικό δίκτυο εξαπλωνόταν ραγδαία στην Αμερική. Όμως, σε μια εποχή κατά την οποία οι επενδυτικές τράπεζες αναζητούσαν όλο και περισσότερα κεφάλαια για να τα εμπορευθούν, συγκεκριμένα, για να τα δανείσουν σε επιχειρήσεις, η πολιτική του Αμερικανού προέδρου Γιουλίσις Γκραντ (Ulysses S. Grant) μείωσε την ποσότητα χρήματος, οδηγώντας σε δυσμενή θέση του χρεοφειλέτες.

Περί τον δέκατο όγδοο αιώνα, έλαβε χώρα μια μεγάλη επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση, που συνίστατο στην ανακάλυψη της ατμομηχανής και στη συνεπακόλουθη Βιομηχανική Επανάσταση. Η επιστήμη προκάλεσε αυτήν την εξέλιξη με τη μελέτη της θερμοδυναμικής του άνθρακα και της θερμότητας. Έτσι, δημιουργήθηκαν ατμομηχανές και εργοστάσια που λειτουργούσαν με τη δύναμη του ατμού από την καύση του άνθρακα. Με αυτόν τον τρόπο, εξ αιτίας αυτών των πνευματικών, συγκεκριμένα, επιστημονικών προόδων, δημιουργήθηκε πρόσθετος οικονομικός πλούτος άνευ ιστορικού προηγουμένου. Η παραγωγή οικονομικού πλούτου αυξήθηκε λόγω των εργοστασίων που λειτουργούσαν με βάση την ατμομηχανή, και οι διεθνείς μεταφορές αγαθών και ανθρώπων αναπτύχθηκαν λόγω της κατασκευής τραίνων που λειτουργούσαν με ατμομηχανή. Όμως αυτές οι επιστημονικές και τεχνολογικές επιτεύξεις αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης από εμπαθείς και ανορθολογικώς κερδοσκοπούσες συνειδήσεις, οι οποίες δημιούργησαν οικονομικές φούσκες. Συγκεκριμένα, αναπτύχθηκε μια τόσο άγρια χρηματοοικονομική κερδοσκοπία στις μετοχές των σιδηροδρομικών εταιρειών στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης ώστε δημιουργήθηκε μια τεράστια χρηματοοικονομική φούσκα άνευ προηγουμένου στην ιστορία του καπιταλισμού.

Ο Τζέι Κουκ (Jay Cooke), ιδρυτής της επενδυτικής τράπεζας Jay Cooke & Company, και άλλοι επιχειρηματίες κερδοσκοπούσαν αγρίως στην ανάπτυξη των αμερικανικών σιδηροδρόμων. Ο Κουκ αποφάσισε να επενδύσει στην κατασκευή του δευτέρου διηπειρωτικού σιδηροδρόμου, ο οποίος ονομαζόταν Northern Pacifc Railway, και ο οποίος θα εκτεινόταν από τη Μινεσότα μέχρι τη βορειοδυτική ακτή των Η.Π.Α. στον Ειρηνικό. Αυτό το σχέδιο εγκρίθηκε από τον Κονγκρέσο των Η.Π.Α. το 1864, και παραχωρήθηκαν για την υλοποίησή του εδάφη έκτασης περίπου εκατόν εξήντα χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, με βάση και εγγύηση τα οποία η αντίστοιχη εταιρεία που θα κατασκεύαζε και θα εκμεταλλευόταν το έργο συγκέντρωσε κεφάλαια από την Ευρώπη. Το 1870, η σιδηροδρομική εταιρεία Northern Pacifc Railway όρισε την Jay Cooke & Company ως τον αποκλειστικό ανάδοχο των εταιρικών ομολόγων της. Όμως, ο Κουκ αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες στην εμπορία των ομολόγων της Northern Pacifc Railway, διότι πλέον η ποσότητα χρήματος συρρικνωνόταν και μειώνονταν οι επενδυτικές δραστηριότητες. Η Jay Cooke & Company είχε εγγράψει στα λογιστικά της βιβλία υποχρεώσεις έναντι προσδοκωμένων κερδών από την πώληση των ομολόγων της Northern Pacifc Railway, αλλά δεν μπορούσε να πωλήσει αρκετά ομόλογα ώστε να καλύψει τις υποχρεώσεις της. Καθώς τα χρηματοοικονομικά προβλήματα και ο κίνδυνος που απέρρεαν από την υπερβολική επένδυση της Jay Cooke & Company στα ομόλογα της Northern Pacifc Railway άρχισαν να διαδίδονται στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, επενδυτές απέσυραν σημαντικά κεφάλαια από την Jay Cooke & Company, η οποία κήρυξε πτώχευση τον Σεπτέμβριο του 1873.

Η είδηση της πτώχευσης της Jay Cooke & Company προκάλεσε μεγάλη πτώση των χρηματοοικονομικών αξιών στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, οδηγώντας στον χρηματιστηριακό Πανικό του 1873, ο οποίος σάρωσε τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη, και πυροδότησε τη Μακρά Ύφεση. Περισσότερες από εκατό εθνικές σιδηροδρομικές εταιρείες των Η.Π.Α. πτώχευσαν μέσα στους αμέσως επόμενους δώδεκα μήνες μετά από την πτώχευση της Jay Cooke & Company (βλ. Arthur M. Schlesinger, ed., “History of U.S. Political Parties,” Volume II: 1860–1910, “The Gilded Age of Politics,” New York: Chelsea House/R.R. Bowker Co., 1973). Κατά τη διάρκεια της Μακράς Ύφεσης του 1873–96, οι Η.Π.Α. και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπέφεραν από χρηματιστηριακές κρίσεις, μαζικές πτωχεύσεις εταιρειών, υψηλή ανεργία, και δραματικό αποπληθωρισμό. Οι οικονομικές φούσκες αποδείχθηκαν πολύ σοβαρό πρόβλημα. Στα οικονομικά, ο όρος “οικονομική φούσκα” (economic bubble), ή “περιουσιακή φούσκα” (asset bubble), αναφέρεται στη διαπραγμάτευση ενός περιουσιακού στοιχείου (π.χ., σιδηροδρομικών γραμμών, εμπορευμάτων κ.λπ.) σε μια τιμή ή σε ένα εύρος τιμών που υπερβαίνει σημαντικά την εσωτερική αξία αυτού του περιουσιακού στοιχείου. Με τον όρο “εσωτερική αξία” (intrinsic value), εννοούμε την αξία μιας εταιρείας, ενός αξιογράφου, ενός νομίσματος ή ενός προϊόντος που καθορίζεται διά μέσου της θεμελιώδους ανάλυσης (χρηματοοικονομικής λογιστικής), αντί να προσδιορίζεται απλώς και μόνο από την αγοραία αξία των αντιστοίχων αξιογράφων.

Η Οικονομική Κρίση του Εικοστού Αιώνα

Η Μακρά Ύφεση δεν ήταν ικανή από μόνη της να εξαλείψει όλες τις οικονομικές φούσκες που είχαν συσσωρευθεί στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Χρειαζόταν ένα μεγάλο πολεμικό γεγονός για να συμβάλει στην περαιτέρω αντιμετώπιση και τελικώς στην εξάλειψη του προβλήματος της οικονομικής φούσκας. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, παρ’ ότι, όπως κάθε πόλεμος, εξάλειψε μεγάλο μέρος των προπολεμικών οικονομικών φουσκών, δεν μπόρεσε να εξαλείψει ριζικώς το πρόβλημα της οικονομικής φούσκας. Έτσι, η Μακρά Ύφεση έκανε μετάσταση και επανεκδηλώθηκε ως η λεγομένη Μεγάλη Ύφεση (Great Depression), η οποία στις Η.Π.Α.και στις περισσότερες άλλες χώρες που επλήγησαν από αυτήν άρχισε το 1929 και διήρκεσε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930.

Η Μεγάλη Ύφεση εκκίνησε από τις Η.Π.Α., έχοντας πυροδοτηθεί από την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης τη “Μαύρη Τρίτη” της 24ης Οκτωβρίου 1929, επειδή έσκασε η οικονομική φούσκα που είχε προκληθεί από τη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία που είχε αναπτυχθεί γύρω από τις εταιρείες που διαχειρίζονταν τα νέα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα που ήταν ο ηλεκτρισμός, ο μαγνητισμός, και οι μηχανές εσωτερικής καύσης. Οι φυσικοί επιστήμονες δάμασαν και εξήγησαν τις εξισώσεις που διέπουν τον ηλεκτρισμό και τον μαγνητισμό, και τελειοποίησαν μια νέα μορφή ενεργείας. Αντί να υπολογίζουν πόσα τζάουλ (joule) ενεργείας μπορούν να εξάγουν από την καύση άνθρακα, υπολόγισαν επακριβώς πόσα τζάουλ ενεργείας μπορούν να εξαχθούν από την καύση βενζίνης. Έτσι, από τη μια πλευρά, επιτεύχθηκαν ακόμη μεγαλύτερες παραγωγικές δυνατότητες, αλλά, από την άλλη πλευρά, προκλήθηκε μια νέα μεγάλη οικονομική φούσκα, μεγαλύτερη από εκείνη που δημιουργήθηκε στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα γύρω από την ατμομηχανή και τα σιδηροδρομικά δίκτυα.

Η νέα οικονομική φούσκα αναπτύχθηκε σε δύο πεδία: στα αξιόγραφα των εταιρειών παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας, οι οποίες αναπτύχθηκαν λόγω του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού, και στα αξιόγραφα της αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία αναπτύχθηκε ραγδαία λόγω της μηχανής εσωτερικής καύσης. Όταν έσκασε πλέον αυτή η φούσκα, προκλήθηκε η κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης τη “Μαύρη Τρίτη” της 24ης Οκτωβρίου 1929, και εκείνη η χρηματιστηριακή κατάρρευση πυροδότησε τη Μεγάλη Ύφεση. Ενώ η Μακρά Ύφεση προκλήθηκε από τη σχάση της οικονομικής φούσκας που είχε αναπτυχθεί γύρω από τις εταιρείες των σιδηροδρόμων, η Μεγάλη Ύφεση προκλήθηκε από τη σχάση της οικονομικής φούσκας που είχε αναπτυχθεί γύρω από την αυτοκινητοβιομηχανία και τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Η Μεγάλη Ύφεση, με τις μαζικές πτωχεύσεις, την υψηλή ανεργία,και τον αποπληθωρισμό, προκάλεσε μια μείωση του παγκοσμίου Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (GDP) κατά περίπου δεκαπέντε τοις εκατό μεταξύ του 1929 και του 1932, αλλά ούτε αυτή η τρομακτική μείωση του παγκοσμίου Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (διαγραφή ψευδούς πλούτου) δεν ήταν αρκετή για να εξαλείψει το πρόβλημα της οικονομικής φούσκας στο σύνολό του. Έτσι,ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστη οικονομικώς αναπόφευκτος.

Στον απόηχο και ως οικονομική συνέπεια του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα νέο διεθνές νομισματικό σύστημα εγκαθιδρύθηκε επισήμως στο περιβόητο συνέδριο του Μπρέτον Γουντς (Bretton Woods Conference), που έλαβε χώρα στο Μπρέτον Γουντς τού Νιού Χάμσιρ των Η.Π.Α. το 1944. Σε εκείνο το συνέδριο, οι Δυτικοί ηγέτες τού κόσμου συμφώνησαν στην εγκαθίδρυση ενός νομισματικού συστήματος στο οποίο μόνο ένα νόμισμα, συγκεκριμένα, το δολάριο των Η.Π.Α., θα ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό και, μάλιστα, στην ισοτιμία 35 δολάρια ανά ουγγιά. Η αξία όλων των άλλων νομισμάτων του κόσμου θα καθοριζόταν σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο. Δεύτερον, στο συνέδριο του Μπρέτον Γουντς, συμφωνήθηκε ότι μόνο οι κυβερνήσεις, μέσω των αντιστοίχων Κεντρικών Τραπεζών τους, θα μπορούσαν να μετατρέπουν αμερικανικά δολάρια σε χρυσό, δηλαδή, καταργήθηκε η χρήση του χρυσού ως νομίσματος. Κάθε χώρα-μέλος του ΔΝΤ υποχρεώθηκε να καταθέτει στο ΔΝΤ το 25% των αποθεμάτων της σε χρυσό. Ο χρυσός που κατατέθηκε στο ΔΝΤ λειτούργησε ως μέσο διά του οποίου τα κράτη-μέλη του ΔΝΤ μπορούν να λάβουν έντοκα δάνεια (με εγγύηση κάτι πολύτιμο) από το ΔΝΤ.

Όμως, τελικώς, τη δεκαετία του 1960, οι Η.Π.Α. παραβίασαν αυτούς τους κανόνες, εκδίδοντας περισσότερα δολάρια (χάρτινο χρήμα) για να χρηματοδοτήσουν τις δημοσιονομικές τους ανάγκες, οι οποίες είχαν αυξηθεί δραματικά από τον Πόλεμο στο Βιετνάμ. Επίσης, το 1961, λόγω της αυξανομένης παγκοσμιοποίησης στο πεδίο της χρηματοοικονομικής, το ύψος του συνολικού ποσού των δολαρίων που ήταν κατατεθειμένα σε ξένες τράπεζες ή σε υποκαταστήματα τραπεζών των Η.Π.Α. που βρίσκονταν εκτός των Η.Π.Α. (τα λεγόμενα “ευρωδολάρια”) υπερέβη την αξία των αποθεμάτων των Η.Π.Α. σε χρυσό, γεγονός το οποίο οδήγησε σε σημαντική άνοδο της τιμής του χρυσού. Αυτό το πρόβλημα προκλήθηκε, σε μεγάλη έκταση, από την αύξηση της διεθνούς κινητικότητας του κεφαλαίου με κατεύθυνση την άσκηση κερδοσκοπίας υψηλού κινδύνου, αντί της πραγματοποίησης κινήσεων που θα ανταποκρίνονταν σε αλλαγές που συνέβαιναν στην πραγματική οικονομία. Τα αποσπασματικά, ad hoc, μέτρα που ελήφθησαν εκείνη την περίοδο για να διορθωθούν οι ανωμαλίες εκείνου του κερδοσκοπικού καπιταλιστικού συστήματος αποδείχθηκαν ανεπιτυχή, και, γι’ αυτόν τον λόγο, η απώλεια εμπιστοσύνης προς το δολάριο και τη στερλίνα εκδηλώθηκε με οξύ τρόπο (βλ. Susan Strange, “Casino Capitalism,” Oxford: Basil Blackwell, 1986).

Τον Αύγουστο του 1971, οι Η.Π.Α. αποκήρυξαν επισήμως τη νομική υποχρέωσή τους να διατηρούν το δολάριο μετατρέψιμο σε χρυσό. Έτσι, το δολάριο αφέθηκε να κυμαίνεται ελευθέρως χωρίς καμιά βάση στον χρυσό. Αυτή η εξέλιξη σήμανε την κατάρρευση του συστήματος Μπρέτον Γουντς και την εγκαθίδρυση του συστήματος της απεριόριστης χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας και αυθαιρεσίας.

Ο διάδοχος του συστήματος Μπρέτον Γουντς ήταν το σύστημα του πετροδολαρίου. Το σύστημα Μπρέτον Γουντς, που αντικατέστησε το σύστημα του χρυσού, επιβλήθηκε με έναν μεγάλο πόλεμο, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σύστημα του πετροδολαρίου επιβλήθηκε επίσης με πόλεμο, συγκεκριμένα, με τον πόλεμο του Γιόμ Κιπούρ μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών, τον Οκτώβριο του 1973. Η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε κατά 400%, από 3 δολάρια σε 12 δολάρια το βαρέλι, μέσα σε έναν χρόνο από την έκρηξη του πολέμου του Γιόμ Κιπούρ, εξ αιτίας του αραβικού πετρελαϊκού εμπάργκο σε βάρος της Δύσης. Αυτή η δραματική άνοδος της τιμής του πετρελαίου ευνόησε πολύ τόσο τις αμερικανικές και τις βρετανικές πετρελαϊκές εταιρείες όσο και τις πετρελαιοεξαγωγικές αραβικές χώρες. Οι Η.Π.Α. εκμεταλλεύθηκαν τα τεράστια έσοδα που εισέπραξαν οι πετρελαιοεξαγωγικές αραβικές χώρες, ώστε να αντικαταστήσουν το σύστημα Μπρέτον Γουντς, το οποίο τυπικώς, έστω και εμμέσως, βασιζόταν στον χρυσό, με το σύστημα του πετροδολαρίου, το οποίο βασίστηκε στον μαύρο χρυσό (πετρέλαιο). Με άλλα λόγια, οι Η.Π.Α. ήθελαν, και το πέτυχαν, το πετρέλαιο να λειτουργήσει με τον τρόπο που προηγουμένως λειτουργούσε ο χρυσός στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Έτσι, εγκαθιδρύθηκε το πετρελαϊκό νομισματικό σύστημα. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χένρι Κίσιντζερ (Henry Kissinger) διαπραγματεύθηκε και συμφώνησε με τον Bασιλέα Φεϊζάλ (Faisal bin Abdulaziz Al Saud) της Σαουδικής Αραβίας ότι το πετρέλαιο θα διαπραγματευόταν μόνο στο αμερικανικό δολάριο. Η Σαουδική Αραβία, με τη σειρά της, έπεισε και άλλες αραβικές χώρες να συμμετέχουν σε αυτήν τη συμφωνία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γεννήθηκε το σύστημα του πετροδολαρίου, σύμφωνα με το οποίο το δολάριο είναι το νόμισμα με το οποίο πραγματοποιούνται οι περισσότερες αγοραπωλησίες του πετρελαίου.

Ως συνέπεια του συστήματος του πετροδολαρίου, το αμερικανικό δολάριο σώθηκε από τη σοβαρή κρίση που υπέστη η αξιοπιστία του κατά τη δεκαετία του 1960, και το πετρέλαιο κατέλαβε τη θέση του χρυσού, στο όνομα και για χάρη του δολαρίου. Οι Η.Π.Α. πλέον δεν είχαν λόγο να ανησυχούν για την εξέλιξη της τιμής του χρυσού. Ο χρυσός θα μπορούσε πλέον να ανατιμάται χωρίς να προκαλείται εξ αυτού του γεγονότος πρόβλημα στις Η.Π.Α. Έτσι, η Κεντρική Τράπεζα των Η.Π.Α., η Federal Reserve (Fed), απέκτησε τη δυνατότητα να εκδίδει όση ποσότητα δολαρίων θέλει και να τροφοδοτεί το τραπεζικό σύστημα με επί πλέον δολάρια. Όσο οι τράπεζες θα μπορούσαν να δανείζουν εντόκως αυτήν την ποσότητα δολαρίων, αυτά τα δολάρια-φούσκα θα συνέχιζαν να αναγνωρίζονται ως αξιόπιστο χρήμα. Μάλιστα, καθώς ο κόσμος μεταβαίνει από το χάρτινο χρήμα στο ηλεκτρονικό χρήμα, δεν είναι καν απαραίτητο να εκδίδονται φυσικώς πολλά χαρτονομίσματα δολαρίου. Αυτό που κάνει πλέον η Fed είναι να εκδίδει ηλεκτρονικώς επιταγές τρισεκατομμυρίων δολαρίων προς τις εμπορικές τράπεζες.

Η διαίρεση του κόσμου σε μεγάλους γεωπολιτικούς χώρους στην αυγή του 21ου  αιώνα σύμφωνα με τον Ρώσο γεωπολιτικολόγο Αλεξάντερ Ντούγκιν (Alexander Dugin).

Η Οικονομική Κρίση του Εικοστού Πρώτου Αιώνα

Το 2008, εκδηλώθηκε μια παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Ο Μπεν Μπερνάνκι (Ben Bernanke), ο οποίος τότε ήταν ο πρόεδρος της Federal Reserve, εκτίμησε ότι η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια οικονομική κρίση σαν εκείνη της δεκαετίας του 1930 με καταστροφικές επιπτώσεις. Η προφανής αιτία της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 ήταν η σχάση της φούσκας των στεγαστικών δανείων. Αυτή η κολοσσιαία χρηματοοικονομική φούσκα προκλήθηκε επειδή το χρηματοοικονομικό σύστημα που δημιουργήθηκε μετά από την κατάρρευση του συστήματος Μπρέτον Γουντς οδηγήθηκε σε μια άγρια κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων (παροχή στεγαστικών δανείων) και γενικώς στη χρηματοδότηση της κατανάλωσης, καθώς και στην τιτλοποίηση χαρτοφυλακίων ενυποθήκων δανείων, δηλαδή, στη μετατροπή τους σε αξιόγραφα προς διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο από θεσμικά κεφάλαια (funds) διαχείρισης χαρτοφυλακίων ενυποθήκων δανείων.

Ένας ο οποίος θέλει να αγοράσει ένα σπίτι συχνά θα δανειστεί εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια από μια τράπεζα. Η τράπεζα, από την πλευρά της, θα πάρει ένα κομμάτι χαρτί το οποίο ονομάζεται υποθήκη στεγαστικού δανείου. Κάθε μήνα, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και χρεοφειλέτης πρέπει να πληρώνει ένα μέρος του κεφαλαίου συν τον τόκο προς τον κάτοχο της υποθήκης του στεγαστικού του δανείου. Αν σταματήσει να αποπληρώνει το δάνειό του, τότε αυτή η πράξη του ονομάζεται αθέτηση δανειακής σύμβασης (default), και όποιος κατέχει την υποθήκη του στεγαστικού του δανείου μπορεί να κατασχέσει το σπίτι τού ασυνεπούς χρεοφειλέτη. Ο λόγος για τον οποίο λέγω ότι ο χρεοφειλέτης είναι οικονομικώς υπόχρεος “προς τον κάτοχο της υποθήκης του στεγαστικού του δανείου” και όχι συγκεκριμένα προς την τράπεζα είναι επειδή η τράπεζα (δηλαδή, ο αρχικός πιστωτής), στο πλαίσιο της πολιτικής της για τη διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων, συχνά πωλεί το υπ’ αυτής χορηγηθέν ενυπόθηκο στεγαστικό δάνειο σε κάποιον τρίτο, π.χ., μπορεί να το πωλήσει σε άλλη τράπεζα (η οποία επιθυμεί να αποκτήσει πρόσθετες ροές χρηματοοικονομικών εσόδων από δάνεια) ή σε ένα θεσμικό κεφάλαιο (fund) που διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια δανείων.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τόσο Αμερικανοί όσο και διεθνείς επενδυτές που αναζητούσαν επενδύσεις χαμηλού κινδύνου, αλλά ακόμη και μεγάλοι κάτοχοι ανόμου χρήματος από τον πρώην σοβιετικό συνασπισμό που αναζητούσαν τρόπους νομιμοποίησης των κεφαλαίων τους μέσω ασφαλών επενδύσεων, άρχισαν να επενδύουν μαζικά στην αμερικανική αγορά ακινήτων με το σκεπτικό ότι θα μπορούσαν να κερδίζουν περισσότερα χρήματα από τους τόκους που θα πλήρωναν οι δανειολήπτες στεγαστικών δανείων από ό,τι θα κέρδιζαν αν επένδυαν τα χρήματά τους σε αμερικανικά ομόλογα (Treasury bonds), που τότε είχαν πολύ χαμηλά επιτόκια. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι προαναφερθέντες επενδυτές αγόρασαν μαζικά ενυπόθηκα αξιόγραφα (mortgage-backed securities).

Τα ενυπόθηκα αξιόγραφα δημιουργούνται όταν μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τιτλοποιούν (securitize) υποθήκες δανείων. Έτσι, αυτό που συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στις Η.Π.Α. είναι ότι επενδυτές αγόρασαν χιλιάδες ατομικών ενυποθήκων δανείων, και, δημιουργώντας αντίστοιχα θεσμικά κεφάλαια (funds), πωλούσαν τις μετοχές αυτών των θεσμικών κεφαλαίων στο χρηματιστήριο, επικαλούμενοι αφ’ ενός τις ροές εσόδων που προσδοκούσαν να εισπράξουν από τα ενυπόθηκα δάνεια που αγόραζαν, αφ’ ετέρου την ασφάλεια που παρείχε το γεγονός ότι, αν κάποιος χρεοφειλέτης αθετούσε τη δανειακή του σύμβαση, θα μπορούσε να κατασχεθεί και να πωληθεί το ενυπόθηκο σπίτι του. Αυτού του είδους οι μετοχές έγιναν πολύ ελκυστικές, και σταδιακώς δημιουργήθηκε μια φούσκα ενυποθήκων αξιογράφων.

Επειδή οι επενδυτές ήθελαν όλο και περισσότερα χαρτοφυλάκια ενυποθήκων στεγαστικών δανείων για να τα εμπορευθούν στο χρηματιστήριο μέσω της προαναφερθείσας διαδικασίας τιτλοποίησης, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άρχισαν να χαλαρώνουν τα κριτήρια χορήγησης στεγαστικών δανείων όλο και περισσότερο. Ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έφθασαν να παρέχουν ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια χωρίς καν να εξακριβώνουν την εισοδηματική κατάσταση του δανειολήπτη, και, μάλιστα, έφθασαν να συνάπτουν δανειακές συμβάσεις σύμφωνα με τις οποίες ο δανειολήπτης θα μπορούσε να πληρώνει τις δόσεις του δανείου του ανάλογα με τις εκάστοτε οικονομικές δυνατότητές του, δηλαδή, αναπροσαρμόζοντας τις δόσεις του δανείου του ανάλογα με τη φάση της οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν κάθε φορά. Αυτές οι πρακτικές χορήγησης δανείων ονομάστηκαν επισήμως “predatory lending” (“αρπακτικός δανεισμός”), καθώς παρομοιάστηκαν με τις πρακτικές που μεταχειρίζονται αρπακτικά ζώα για την εξασφάλιση της λείας τους.

Οι προαναφερθείσες συνθήκες χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας επάνω στην αγορά ενυποθήκων στεγαστικών δανείων σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια προκάλεσαν εκρηκτική άνοδο των τιμών των αμερικανικών ακινήτων και τεράστια συσσώρευση χρηματοοικονομικών κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε μια καινούργια χρηματοοικονομική φούσκα, και, όπως όλες οι χρηματοοικονομικές φούσκες, έτσι και αυτή είχε την τάση να εκραγεί. Όλο και περισσότεροι δανειολήπτες ενυποθήκων στεγαστικών δανείων άρχισαν να αθετούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα σπίτια να κατάσχονται και να επιστρέφουν στην αγορά προς πώληση, γεγονός το οποίο προκάλεσε πτώση των τιμών των ακινήτων, προκαλώντας εν συνεχεία έναν φαύλο κύκλο πτώσης της ζήτησης και συνεπακόλουθα της τιμής των ακινήτων και αύξησης των αθετήσεων στεγαστικών δανείων. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έπαυσαν να αγοράζουν επισφαλή ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, και, κατ’ αποτέλεσμα, όσες εταιρείες εμπορεύονταν τέτοια δάνεια βρέθηκαν σε αδιέξοδο, και, από το 2007, όλο και περισσότερες από αυτές άρχισαν να κηρύσσουν πτώχευση. Οι μεγάλοι επενδυτές που είχαν επενδύσει στο προαναφερθέν σύστημα μαζικής χορήγησης και τιτλοποίησης ενυποθήκων στεγαστικών δανείων άρχισαν να υφίστανται τεράστιες χρηματοοικονομικές ζημίες.

Επί πλέον των προαναφερθέντων, υπήρχε ένα ακόμη χρηματοοικονομικό εργαλείο το οποίο περιλαμβανόταν στα λογιστικά βιβλία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιδείνωσε όλα τα ανωτέρω προβλήματα: πρόκειται για τα απορρυθμισμένα χρηματοοικονομικά παράγωγα που διαπραγματεύονταν εκτός χρηματιστηριακών αγορών (over-the-counter derivatives), δηλαδή, χρηματοοικονομικοί τίτλοι επί χρηματοοικονομικών τίτλων, ή, με άλλα λόγια αξιόγραφα επί αξιογράφων (εξ ου και ο όρος “παράγωγο”), που δεν ελέγχονταν από χρηματιστηριακές Αρχές, αλλά διαπραγματεύονταν σε άλλες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές αγορές εξωχρηματιστηριακώς. Σε αυτήν την κατηγορία χρηματοοικονομικών παραγώγων ανήκουν, λ.χ., τα λεγόμενα credit default swaps (εξωχρηματιστηριακές συμφωνίες ανταλλαγής αθέτησης πιστώσεων), δηλαδή, αξιόγραφα που πωλούνταν υπό μορφή ασφαλιστικών συμβάσεων έναντι ενυποθήκων αξιογράφων. Για παράδειγμα, η ασφαλιστική εταιρεία AIG πώλησε τέτοιες μορφές ασφαλιστικών υπηρεσιών (credit default swaps) αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, αναλαμβάνοντας αντίστοιχα τεραστίους χρηματοοικονομικούς κινδύνους σε περίπτωση που αθετούνταν μαζικώς ενυπόθηκα δάνεια χωρίς η AIG να έχει ανάλογα χρηματικά αποθεματικά. Επίσης, τα προαναφερθέντα credit default swaps μετατράπηκαν συχνά και σε άλλου είδους χρηματοοικονομικά παράγωγα, ώστε να επιτρέπουν σε διαπραγματευτές χρηματοοικονομικών παραγώγων να κερδοσκοπούν είτε οι τιμές των ενυποθήκων αξιογράφων ανέβαιναν είτε κατέβαιναν.

Δεδομένου ότι, όπως προανέφερα, μετά από την εγκαθίδρυση του συστήματος του πετροδολαρίου, ο χρηματοοικονομικός τομέας αυτονομήθηκε από τη συνολική πολιτική οικονομία και έγινε η κύρια βιομηχανία της δολαριοζώνης,  τα ανωτέρω χρηματοοικονομικά εργαλεία και στοιχήματα δημιούργησαν ένα τεράστιο και εντυπωσιακώς πολύπλοκο δίκτυο χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού (financial assets), χρηματοοικονομικών στοιχείων παθητικού (financial liabilities), και χρηματοοικονομικών κινδύνων (financial risks). Στο πλαίσιο αυτής της πολύπλοκης χρηματοοικονομικής δικτύωσης, όταν άρχισαν να συμβαίνουν δυσμενείς εξελίξεις σε έναν τομέα του ιδρυμένου χρηματοοικονομικού συστήματος, ήταν απλώς θέμα λίγου χρόνου να εξαπλωθεί μια κρίση σε ολόκληρο το χρηματοοικονομικό σύστημα, όπως συνέβη πράγματι το 2008, χάρη στη φούσκα των ενυποθήκων στεγαστικών δανείων. Εξ ου και, την περίοδο 2008–10, ο Μπεν Μπερνάνκι και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των Η.Π.Α. διαμόρφωσαν και εφάρμοσαν ένα τεράστιο πρόγραμμα χρηματοοικονομικής διάσωσης, το οποίο προέβλεπε τη χρηματοοικονομική διάσωση των τραπεζών (με κρατικές χρηματοδοτήσεις και συγχωνεύσεις τραπεζών), ώστε να μη οδηγηθούν σε πτώχευση, όπως συνέβη, λ.χ., το 2008 στη Lehman Brothers, και να θεσμοθετηθούν νέοι κανόνες χρηματοοικονομικής διαφανείας ιδιαιτέρως αναφορικώς με την τραπεζική λογιστική και τη διαπραγμάτευση χρηματοοικονομικών παραγώγων.

Το λεγόμενο σεμινάριο πληροφοριακών μελετών του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ της Αγγλίας (οι συναντήσεις του οποίου γίνονται συνήθως στο McCrum Lecture Theatre του Corpus Christi College) μελετά, μεταξύ άλλων, την αλληλεπίδραση μεταξύ κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών, διπλωματίας, και διεθνών και υπερεθνικών οικονομικών θεσμών.

Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 σηματοδοτεί και εκφράζει την κρίση του ιδίου του χρηματοοικονομικού συστήματος που εγκαθιδρύθηκε μετά από την κατάρρευση του συστήματος Μπρέτον Γουντς. Πέρα από τις προαναφερθείσες προφανείς και θεμελιώδεις αιτίες της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, ορισμένες επί πλέον σημαντικές και εξ ίσου θεμελιώδεις αιτίες που προκάλεσαν αυτήν τη χρηματοοικονομική κρίση και τη μετατροπή της σε μια ευρύτερη παγκόσμια οικονομική κρίση ήταν οι εξής:

  • Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης ιδιαιτέρως στα πεδία της χρηματοοικονομικής και της παραγωγής, όπου αυξήθηκαν δραματικά η διεθνής κινητικότητα του κεφαλαίου και η διεθνής διασπορά της παραγωγικής διαδικασίας (ιδιαιτέρως της μεταποίησης), με αποτέλεσμα να αυξηθεί η διεθνής οικονομική αλληλεξάρτηση (και άρα να μειωθούν η ισχύς της δολαριοζώνης και ειδικότερα η οικονομική ηγεμονία των Η.Π.Α.) και να γίνει ακόμη πιο πολύπλοκο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα (καθιστώντας ακόμη δυσκολότερη τη διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας).
  • Η σταδιακή ανάδυση νέων γεωπολιτικών και γεωοικονομικών πόλων και συμμαχιών, η οποία κατέστη εμφανέστερη και σαφέστερη τη δεκαετία του 2010. Οι δύο κυριότεροι γεωπολιτικοί και γεωοικονομικοί πόλοι που διαμορφώθηκαν τη δεκαετία του 2010 είναι ο αγγλοαμερικανικός και ο ρωσοκινεζικός, ενώ, ανάμεσά τους, συνέχισε να λειτουργεί ένας ευρωπαϊκός συνασπισμός ο οποίος εκπροσωπείται από την Ευρωζώνη, τελεί υπό γερμανογαλλική ηγεσία, και επιδιώκει να διατηρεί σχέσεις οικονομικής συνεργασίας τόσο με τον αγγλοαμερικανικό πόλο όσο και με τον ρωσοκινεζικό πόλο (στα τέλη της δεκαετίας του 2010, η Γαλλία ήταν πιο κοντά πολιτικο-οικονομικώς προς τον αγγλοαμερικανικό πόλο, ενώ η Γερμανία ήταν πιο κοντά πολιτικο-οικονομικώς προς τον ρωσοκινεζικό πόλο). Συγχρόνως, τη δεκαετία του 2010, κατέστη σαφές ότι η Μέση Ανατολή και η Αφρική αποτελούν κύρια πεδία γεωστρατηγικού και γεωεπιχειρηματικού ανταγωνισμού μεταξύ του αγγλοαμερικανικού και του ρωσοκινεζικού πόλου, και ότι διάφορα άλλα σημαντικά κράτη ανά τον κόσμο έλκονται άλλα μεν περισσότερο προς τον αγγλοαμερικανικό πόλο, άλλα δε περισσότερο προς τον ρωσοκινεζικό πόλο. Τη δεκαετία του 2010, κατέστη σαφές ότι οι προαναφερθέντες γεωπολιτικοί και γεωοικονομικοί δρώντες, ιδιαιτέρως δε ο αγγλοαμερικανικός πόλος και ο ρωσοκινεζικός πόλος, εκπροσωπούν και υποστηρίζουν διαφορετικά οικονομικά πρότυπα και διαφορετικές αντιλήψεις περί της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής, και δεν διστάζουν να εμπλακούν μεταξύ τους σε εμπορικούς και χρηματοοικονομικούς πολέμους.
  • Η πορεία της ανθρωπότητας προς μια νέα τεχνολογική επανάσταση, η οποία, μεταξύ άλλων, θα αλλάξει άρδην τις αντιλήψεις για τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και μηχανής (με την ενσωμάτωση νανοτεχνολογίας και ρομποτικής στο ανθρώπινο σώμα, προκειμένου να βελτιωθεί η χειρουργική, να αντιμετωπισθούν διάφορα προβλήματα υγείας, και να ενισχυθούν ανθρώπινες λειτουργίες), θα δώσει νέες τεράστιες δυνατότητες διαχείρισης πληροφοριακών δεδομένων (π.χ., μέσω της ανάπτυξης της κβαντικής πληροφορικής), θα αναδείξει νέες μορφές εργασιακών σχέσεων (βασισμένες στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία), και θα οδηγήσει σε μια ριζικώς διαφορετική ενεργειακή πολιτική επικεντρωμένη σε νέα είδη ενεργείας (π.χ., πυρηνική σύντηξη). Όπως όλες οι μεγάλες μεταβάσεις της ανθρωπότητας προς νέες τεχνολογικές επαναστάσεις από τον δέκατο ένατο αιώνα και μετά χαρακτηρίζονται από την έκρηξη οικονομικών, πολιτικών, ακόμη και στρατιωτικών κρίσεων και συγκρούσεων―καθώς το “παλαιό” πρέπει να δώσει τη θέση του στο “καινούργιο,” και αυτό, πολλές φορές, δεν γίνεται ομαλώς και ειρηνικώς―έτσι και η μεταβατική φάση στην οποία εισήλθε η ανθρωπότητα στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα καθ’ οδόν προς μια νέα μεγάλη τεχνολογική επανάσταση χαρακτηρίζεται από αστάθεια και αναταραχή.

Ήδη η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας έχει εισηγηθεί και προετοιμάζει τη συνάντηση και συγχώνευση της διαδικτυακής τεχνολογίας και της έκδοσης χρήματος, προτείνοντας ένα πρότυπο νομίσματος σαν το ψηφιακό νόμισμα Libra της εταιρείας Facebook, ώστε η ανθρωπότητα να απαλλαγεί σταδιακώς από το χρηματοοικονομικό άχθος που συσσώρευσε και επέβαλε παγκοσμίως η δολαριοζώνη. Επίσης, η Ρωσία και η Κίνα διαθέτουν ήδη σημαντικές υποδομές και κατέχουν ήδη ηγετικές θέσεις στην ανάπτυξη και λειτουργία ψηφιακών νομισμάτων.

Ομιλώντας στο Συμπόσιο Jackson Hole (στο Wyoming των Η.Π.Α.), στις 23 Αυγούστου 2019, ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας Μαρκ Κάρνι (Mark Carney) υποστήριξε ότι το ψηφιακό νόμισμα μπορεί να αντικαταστήσει το δολάριο ως το παγκόσμιο νομισματικό καταφύγιο, εξηγώντας ότι, ενώ το αμερικανικό δολάριο έχει διαδραματίσει έναν κυρίαρχο ρόλο στην παγκόσμια τάξη κατά το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, πρόσφατες εξελίξεις όπως η αυξανομένη παγκοσμιοποίηση και οι επιδεινούμενοι εμπορικοί ανταγωνισμοί μπορεί να έχουν σοβαρότερες επιπτώσεις για τις εθνικές οικονομίες στην παρούσα φάση από ό,τι είχαν σε προηγούμενες φάσεις της οικονομικής ιστορίας, και, γι’ αυτόν τον λόγο, χρειάζεται ένα νέο νομισματικό πρότυπο και καθεστώς.

Στα τέλη της δεκαετίας του 2010, το αμερικανικό δολάριο συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην έκδοση αξιογράφων διεθνώς, συνεχίζει να αποτελεί το κυριότερο νόμισμα διακανονισμού των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, και οι περισσότερες και μεγαλύτερες εταιρείες δηλώνουν και επιδεικνύουν την οικονομική τους ευρωστία αποτιμώντας τη σε δολάρια. Όμως, εξελίξεις που συμβαίνουν στο εσωτερικό της οικονομίας των Η.Π.Α. και πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων των Η.Π.Α. (όπως η σπάταλη πολεμική πολιτική και η πολιτική ενθάρρυνσης της φούσκας των ακινήτων και της χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας τις οποίες εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton) και του Τζορτζ Γουόκερ Μπους (George Walker Bush), η διστακτική και συχνά δειλή πολιτική του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα (Barack Obama) αναφορικώς με την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας, και η εθνικιστική και νεομερκαντιλιστική πολιτική του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump)), επηρεάζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες του δολαρίου καθώς και την ιδία την αξιοπιστία και τη λειτουργικότητά του ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, μπορούν να έχουν τεράστιες παρενέργειες για τον υπόλοιπο κόσμο και τελικώς και για το ίδιο το σύστημα του δολαρίου.

Η νέα τεχνολογική επανάσταση παρέχει τα κατάλληλα τεχνικά μέσα, και η παγκοσμιοποίηση παρέχει τις κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες ώστε να δημιουργηθεί μια νέα αγορά ψηφιακών νομισμάτων, πολλά εκ των οποίων θα εκδίδονται από ιδιωτικές εταιρείες, καθώς και να αντικατασταθεί το δολάριο ως το κυριότερο διεθνές αποθεματικό νόμισμα από ένα “Synthetic Hegemonic Currency” (Συνθετικό Ηγεμονικό Νόμισμα), SHC, το οποίο πιθανόν, λόγω του ιδιαιτέρου ρόλου του, να εκδίδεται από θεσμούς του δημοσίου τομέα, για παράδειγμα, μέσω ενός δικτύου ψηφιακών νομισμάτων των κεντρικών τραπεζών ορισμένων κρατών που θα έχουν ηγετική θέση στη διεθνή πολιτική οικονομία.

Κατά τη γνώμη μου και βάσει των μελετών του Scholarly and Political Order of the Ur-Illuminati, του οποίου προΐσταμαι, η οικονομικώς και ηθικώς καταλληλότερη βάση για την έκδοση του κυριοτέρου παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος (π.χ., ενός SHC) δεν θα έπρεπε να είναι ούτε ο χρυσός, ούτε το πετρέλαιο, ούτε κάποιο άλλο οικονομικό αγαθό ή “καλάθι” οικονομικών αγαθών, αλλά θα έπρεπε να είναι η ανθρώπινη εργασία, τόσο υπό τη χειρωνακτική της διάσταση όσο και υπό τις πνευματικές της διαστάσεις (τεχνολογία, επιστήμη, στην οποία υπάγεται φυσικά και το μάνατζμεντ, φιλοσοφία, και τέχνη). Και, βεβαίως, όπως προανέφερα, το κύριο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα θα έπρεπε να συνυπάρχει με μια ελεύθερη ιδιωτική αγορά ιδιωτικώς εκδιδομένων νομισμάτων σύμφωνα, λ.χ., με την αναρχοκαπιταλιστική θεωρία του Ντέιβιντ Φρίντμαν (David Friedman).

Η αγορά και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ψηφιακών νομισμάτων.

Απέναντι στη νέα τεχνολογική επανάσταση που εκκολάπτεται και σταδιακώς αναδύεται στον ιστορικό ορίζοντα και απέναντι στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων που χρειάζεται και επίσης εκκολάπτεται και σταδιακώς αναδύεται στον ιστορικό ορίζοντα, αναμετρώνται μεταξύ τους διάφορες αντίπαλες δυνάμεις και διάφορα συμφέροντα, τόσο αναφορικώς με τη διατήρηση ή την κατάργηση κεκτημένων προνομίων και πόρων που έρχονται από το παρελθόν όσο και αναφορικώς με τη διακυβέρνηση και τους θεμελιώδεις κανόνες και θεσμούς της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που θα έλθει μετά από την πλήρη κατάρρευση της προηγουμένης.

Ο Γερμανοαμερικανός πολιτικός επιστήμων και πολιτικός ψυχολόγος Φραντς Νόιμαν (Franz Neumann), στο δοκίμιό του “Άγχος και Πολιτική” (το οποίο αρχικώς παρουσίασε ως διάλεξη στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και εξέδωσε στη σειρά “Recht und Staat,” Tübingen, 1954), αποφαίνεται ότι “κάθε πολιτικό σύστημα βασίζεται στο άγχος.” Ο Νόιμαν εμπνέεται από τον διαπρεπή ψυχίατρο-ψυχαναλυτή Ζίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud), ο οποίος, στο βιβλίο του “Τοτέμ και Ταμπού,” υποστηρίζει ότι η κοινωνία βασίζεται στη “συνενοχή στο κοινό έγκλημα,” και ότι το πρωτόγονο ανθρώπινο ον αποτελεί μια Δαρβινική παραλλαγή καταδικασμένη να παράγει πολιτισμό, ή, με άλλα λόγια, έναν “λύκο” που πρέπει να εξημερωθεί και, εν τέλει, να εκπολιτιστεί. Συνεπώς, για να επιβιώσουν οι αξίες του πολιτισμού, αυτός ο λύκος πρέπει να εγκαταλείψει και να υπερβεί την υπαρξιακή του αυθεντικότητα, μετασχηματίζοντάς τη σε γλώσσα και ηθική συνείδηση.

Το υπαρξιακό άγχος και η κοινωνική αναταραχή που συνοδεύουν κάθε μεγάλη ιστορική αλλαγή δεν πρέπει, και σε αυτήν τη μεταβατική ιστορική φάση, να αφεθούν να δημιουργήσουν ισχυρές οπισθοδρομικές και αντιδραστικές κοινωνικές συσσωματώσεις, ούτε να τύχουν διαχείρισης από ιστορικούς δρώντες που είναι όχι μόνο πνευματικώς ασήμαντοι υπηρέτες εφημέρων ιστορικών αναγκαιοτήτων και μεταβατικών συνθηκών αλλά και εχθροί της ελευθερίας του ανθρώπου. Εξ ου και η προετοιμασία μεγάλων κοινωνικών ομάδων για μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων πρέπει να βασίζεται στην κατάλληλη παιδεία και σε ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας το οποίο θα παρέχει ψυχική και υλική ασφάλεια χωρίς να αναιρεί την ελευθερία του ατόμου και της αγοράς (με αυτό το σκεπτικό, λ.χ., ο νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman) έχει προτείνει το σοφό σύστημα του αρνητικού φόρου εισοδήματος: Ας υποθέσουμε ότι το νοικοκυριό Χ έχει n μέλη, και ότι το ελάχιστο εισόδημα που πρέπει να έχει ένα τέτοιο νοικοκυριό είναι k δολάρια. Εάν το εισόδημα που κερδίζει το νοικοκυριό Χ είναι μικρότερο από k δολάρια, τότε το Χ μπορεί να βοηθηθεί εφαρμόζοντας ένα σύστημα αρνητικού φόρου εισοδήματος (negative income tax). Δηλαδή, το εθνικό φορολογικό σύστημα μπορεί να αναδιοργανωθεί έτσι ώστε η κυβέρνηση θα καταβάλλει αρνητικό φόρο (δηλαδή, επίδομα) στο νοικοκυριό Χ ανάλογο προς το ποσό κατά το οποίο το εισόδημα που κέρδισε το νοικοκυριό Χ υπολείπεται έναντι του ποσού των k δολαρίων σε κάθε φορολογικό έτος, με αποτέλεσμα κάθε νοικοκυριό να έχει εξασφαλισμένο ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο μέσα σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς).

Η ερευνητική μου εργασία και οι εργασίες του Scholarly and Political Order of the Ur-Illuminati (SPOUI), ως μιας διεθνούς αδελφότητας φιλοσοφικού και πολιτικού χαρακτήρα, όπως διαυγάζονται στο βιβλίο μου “The Meaning of Being Illuminati” (το οποίο εκδόθηκε στην Αγγλία, το 2019, από τον εκδοτικό οίκο Cambridge Scholars Publishing), προτείνουν νέα σημαντικά βήματα προς τα εμπρός, δείχνοντας έναν τρόπο με τον οποίο η ανθρωπότητα μπορεί να υπερβεί τη διχοτόμηση και τη σύγκρουση μεταξύ της λεγομένης αυθεντικότητας του εσωτέρου πρωτογόνου “εγώ” και των απαιτήσεων του πολιτισμού, διά μέσου της θεραπείας του κοινωνικού μέρους της ψυχής στο πλαίσιο αυτού που ονομάζω “ερευνητικό πρόγραμμα της Βαθιάς Φώτισης” (“research program of Ur-Illuminism”).

Το βιβλίο “The Meaning of Being Illuminati,” το οποίο συνέγραψε ο Δρ. Νικόλαος Λάος και προλογίζει ο Ιταλός πανεπιστημιακός καθηγητής Φιλοσοφίας Giuliano Di Bernardo (ο οποίος διετέλεσε επικεφαλής των μεγαλυτέρων Ελευθεροτεκτονικών θεσμών της Ιταλίας και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη του Ιλλουμινατικού Κινήματος στην Ιταλία και στην ανατολική Ευρώπη), εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2019 από τον αγγλικό εκδοτικό οίκο Cambridge Scholars Publishing:

https://www.amazon.com/Meaning-Being-Illuminati-Nicolas-Laos/dp/1527533549