
Οι Ευρωεκλογές είναι συνήθως προβλέψιμες, αλλά αυτή την φορά υπάρχει κίνδυνος τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά. Οι εκλογές για την Ευρωβουλή τον Μάιο είναι δυνατόν να ανακηρύξουν μεγάλους νικητές τον Εθνικό Συναγερμό της Marine Le Pen, την Ιταλική Λίγκα και τα άλλα εθνικολαϊκά κόμματα. Μία νίκη των κομμάτων αυτών είναι δυνατόν να αλλάξει το σκηνικό της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Στο παρελθόν, ποτέ δεν έπαιζε σπουδαίο ρόλο η νίκη στις Ευρωβουλετικές εκλογές της αριστεράς ή της δεξιάς: το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Η Ευρωβουλή ήταν πάντοτε ο φύλακας της Ευρωπαϊκής συμπολιτείας – πολύ περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η απάντηση της Ευρωβουλής σε όλους τους κλυδωνισμούς ήταν πάντοτε «περισσότερη Ευρώπη».
Ακόμη και προ διετίας, η ιδέα αυτή ήταν κυρίαρχη. Ο Emmanuel Macron είχε μόλις νικήσει την Le Pen στις γαλλικές προεδρικές εκλογές και υποσχέθηκε να φέρει νέα πνοή στην επίσημη πολιτική. Η Δύση είχε αγγίξει την κορφή του λαϊκισμού. Μετά το δημοψήφισμα για το Brexit και την εκλογή του Donald Trump – δύο τεράστιες ήττες για την φιλελεύθερη ορθοδοξία – ο Macron είχε πιστωθεί ότι εφρέναρε τους εισβάλοντες λαϊκιστές. Η πολιτική επανερχόταν στην κανονικότητα.
Όμως η νίκη του Macron στην Γαλλία είχε ιδιάζοντα χαρακτηριστικά. Ο Macron είναι ο επαναστάτης που συνέτριψε την κεντρο-αριστερά και την κεντρο-δεξιά οι οποίες είχαν από καιρό απαξιωθεί στην συνείδηση των ψηφοφόρων. Στα άλλα κράτη της Ευρώπης που είχαν διεξαχθεί εκλογές την ιδία χρονιά, το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας επέστρεψε στην Κυβέρνηση, και ο Victor Orban – το μαύρο πρόβατο των Βρυξελλών, επανεξελέγη στην Ουγγαρία με ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά. Ο Milos Zeman, που θεωρείται άνθρωπος του Κρεμλίνου εκέρδισε ακόμη μία θητεία ως Πρόεδρος της Τσεχίας, αφού εφλέρταρε με την ιδέα δημοψηφίσματος κατά πόσο να παραμείνει στην ΕΕ. Η νίκη του έγινε μερικούς μήνες αφότου οι Τσέχοι είχαν εκλέξει τον δισεκατομμυριούχο και αυτοπροσδιοριζόμενο λαϊκιστή Andrej Babiš ως τον νέο Πρωθυπουργό.
Στην Ιταλία η κίνηση των Πέντε Αστέρων και η Λίγκα ανέλαβαν την κυβέρνηση στην Ιταλία. Και το πλέον ανησυχητικό, η άκρα δεξιά έχει πάλιν ξαναγίνει εκλογική δύναμη στην Γερμανία.
Πολλά από αυτά τα κινήματα υπήρχαν για κάποια χρόνια τώρα όμως ενηλικιώθηκαν και αντιπροσωπεύουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού: το 1/3 της Γαλλίας, το ήμισυ της Ουγγαρίας και το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας. Εχρησιμοποίησαν την τακτική του Σοκ για να τραβήξουν την προσοχή αλλά μεταλλάσσονται τώρα που κυβερνούν και ασκούν εξουσία. Όσο ενηλικιώνεται το κόμμα ή έχουν αξιώσεις για να κυβερνήσουν τόσο μαθαίνουν την αρετή της υπομονής και την τέχνη του συμβιβασμού για να προωθήσουν τις πολιτικές τους.
Μπορεί να εξεκίνησαν σαν μπουλούκια αντιφρονούντων και λαοπλάνων τώρα όμως συμμετέχουν σε δεξαμενές σκέψεως, εκδίδουν περιοδικά και οργανώνουν συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια. Υπάρχει αυξημένη συνέπεια στην πολιτική τους και οι οπαδοί τους είναι περισσότερο πειθαρχημένοι. Είναι εθνικιστές και ξενοφοβικοί – όχι όμως κατ’ ανάγκη ρατσιστές και φασίστες. Είναι Ευρωσκεπτικιστές αλλά (σε αντίθεση με τους Συντηρητικούς της Αγγλίας) όχι εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Δεν θέλουν να γκρεμίσουν το οικοδόμημα, θέλουν να το διαμορφώσουν. Η διαφορά είναι βασική για να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει.
Ο Βίκτωρ Orban στην Ουγγαρία, ο Matteo Salvini στην Ιταλία, ο Jaroslaw Kaczyński στην Πολωνία και η Αλίκη Weidel στην Γερμανία: όλοι θέλουν μεταρρυθμίσεις, όχι αποχώρηση από την ΕΕ. Πιστεύουν ότι η ΕΕ έχει καταντήσει μια ανεξέλεγκτη γραφειοκρατία, και θέλουν η ισχύς να επανέλθει από τις Βρυξέλλες στα κράτη μέλη. Δεν έχουν μία συλλογική πολιτική για την Ευρώπη, και αυτό είναι που τα διαφοροποιεί: δεν τους αρέσει η ιδέα της ομαδοποίησης. Η ιδιαιτερότητα κατ’ αυτούς πρέπει να είναι το σήμα κατατεθέν της ΕΕ και θέλουν μία Ευρώπη που θα το σέβεται. Το μήνυμα είναι ισχυρό κυρίως επειδή τα κέρδη των λαϊκιστών υποχρέωσαν την κεντρο-αριστερά και την κεντρο-δεξιά να αρχίσουν να αμφιβάλλουν για την δική τους πολιτική για την Ευρώπη.
Ας πάρουμε τους Χριστιανοδημοκράτες και την κεντρο-δεξιά τους ομάδα στην Ευρωπαϊκή Βουλή, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Για δεκαετίες, ήταν η κυρίως δύναμη για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά τώρα πιέζεται από τους εθνικιστές. Η κεντρο-δεξιά της Γερμανίας φοβάται ότι η AFD θα νικήσει τους Χριστιανοδημοκράτες στις εκλογές του Μαΐου.
Στην Γαλλία, το κόμμα του de Gaulle και του Nicolas Sarkozy έχει περιθωριοποιηθεί από τον συνδυασμό του μεταρρυθμιστή Macron και της άκρας δεξιάς η οποία έχει αποβάλει τον μανδύα του αντισημιτισμού και νέο-ναζισμού.
Στην Ιταλία, το κεντρο-δεξιό Forza Italia έχει εξαφανισθεί από τον Salvini και την Λίγκα του, η οποία εδιπλασίασε τους οπαδούς της από τις εκλογές του περασμένου έτους. Στα τρία κύρια κράτη της ΕΕ, η στήριξη της κεντρο-δεξιάς έπεσε κατακόρυφα.
Οι προσεχείς εκλογές της Ευρωβουλής θα αφήσουν την κεντρο-δεξιά χωρίς πολιτική που να είναι συνεπής και συνεκτική. Θα φαντάζει χαμένη όταν η κύρια ιδεολογική μάχη ιδεών είναι μεταξύ φιλελευθερισμού και εθνικισμού. Η πολιτική στρατηγική της κεντρο-δεξιάς είναι αμυντική.
Τον περασμένο Νοέμβριο, στις εκλογές για την ανάδειξη υποψηφίου για την θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα κόμματα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Συνδυασμού επέλεξαν τον Manfred Weber, που είναι σχεδόν άγνωστος εκτός της πατρίδας του της Βαυαρίας αντί του Alexander Stubb, πρώην πρωθυπουργού της Φιλανδίας, υποστηρικτική μιας πιο δυναμικής Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Πιο είναι το κύριο προσόν του Weber; Δεν έχει ισχυρές απόψεις για τίποτα.
Η αριστερά δεν είναι σε καλύτερη θέση. Σε όλη την Ευρώπη, τα κόμματα της θα αγωνιστούν στις εκλογές της ανοίξεως με τους ψηφοφόρους τους να έχουν υποστεί διάβρωση κυρίως από τους λαϊκιστές και δευτερευόντως από τους εθνικιστές. Σε πολλές χώρες, η σοσιαλδημοκρατία πνέει τα λοίσθια. Η κεντρο-αριστερά επέλεξε τον Frans Timmermans, πρώτο αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για να ηγηθεί του συνδυασμού για την Ευρωβουλή, όταν οι Ολλανδοί σοσιαλδημοκράτες έχασαν περισσότερες από 75% των εδρών τους στις εκλογές του 2017. Οι δημοσκοπήσεις τώρα δείχνουν ότι δεν θα εκλέξει περισσότερους από δύο στους 29 Ευρωβουλευτές που δικαιούται η Ολλανδία.
Πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πλησιάζουν αριστερά ριζοσπαστικά κόμματα. Ως αποτέλεσμα, τώρα που η κεντρο-αριστερά δεν είναι πλέον το κυριαρχόν ρεύμα και τα κόμματα που την αποτελούν δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαίως την εργατική τάξη, έχουν περιπλακεί οι πολιτικές ταυτότητες.
Στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, η Le Pen είχε την μεγαλύτερη υποστήριξη μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα έπεσε από το 30% στο 8% στις τελευταίες εκλογές για την Γαλλική Βουλή, και σήμερα δεν είναι μεγαλύτερο από ένας προθάλαμος της μετα-μοντέρνας αριστεράς.
Ο πολλά υποσχόμενος σωτήρας της κεντρώας Ιταλικής αριστεράς Matteo Renzi, ετέθη στο περιθώριο από τον Beppe Grillo και την Κίνηση των Πέντε Αστέρων στις τελευταίες εκλογές. Ακόμη ελπίζει ότι θα επιστρέψει στο Pallazo Chigi, την οικία του Ιταλού Πρωθυπουργού, παρ’ όλο που το κόμμα του είναι τώρα κάτω του 20%.
Έχουμε κεντρο-δεξιά κόμματα που είναι υπό σοβαρή συρρίκνωση λόγω της μεταναστευτικής πολιτικής και της Ευρώπης χωρίς σύνορα. Εν τω μεταξύ, η αριστερά επικεντρώνει την προσοχή της στην κοινή αγορά, και θα ήθελε να ιδεί δεκάδες νέες πολιτικές που θα εμπόδιζαν την ελευθερία του διασυνοριακού εμπορίου. Για τα κόμματα αυτά, οι «τέσσερεις ελευθερίες» είναι προβληματικές. Ανησυχούν για τους Πολωνούς υδραυλικούς που επιδιορθώνουν σωλήνες στην Γαλλία και τους Ούγγρους φορτηγατζήδες που παραδίδουν πακέτα της Amazon στην Γερμανία.
Αν δεν νομοθετηθούν νέα κοινωνικά δικαιώματα ή να εισαχθούν νέοι φόροι και κανονισμοί για την εργασία που θα «ισοζυγίσει» τους κανόνες του παιγνιδιού μεταξύ των χωρών – μελών της ΕΕ, η αριστερά απειλεί να στραφεί εναντίον της αρχής του ελεύθερου εμπορίου εντός της Κοινότητος.
Οι υποτιθέμενοι υπέρμαχοι της «όλο και μεγαλύτερης ενοποιήσεως» αποστασιοποιούνται σε κρίσιμα θέματα του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ακόμη και αυτοί θέλουν μία διαφορετική Ευρώπη, με πιο δυνατά σύνορα, λιγότερους κανόνες, και περισσότερες εξουσίες στα κράτη μέλη.
Την αλλαγή αυτή επεδίωξε ο David Cameron στην επαναδιαπραγμάτευση του. Η Ευρώπη ούτως ή άλλως ήταν ώριμη για να προχωρήσει προς την κατεύθυνση αυτή, επομένως γιατί να μην προσφερθεί κάτι περισσότερο στην Βρεττανία για να παραμείνει η Ευρώπη ενωμένη; Τα αιτήματα για να εγκαταληφθούν οι κοινοί κανόνες προέρχονταν από όλες τις πλευρές και το θέμα δεν αφορούσε μόνο την Βρεττανία. Όμως οι Βρυξέλλες έπρεπε να κρατήσουν σταθερή γραμμή. Αντιμέτωπη με λαϊκιστές που απαιτούσαν αλλαγή στην Ευρώπη, η ΕΕ ήθελε να δει κατά πόσο τα κινήματα αυτά θα αποτύγχαναν, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό στο μεγάλο σχέδιο να συνεχίσει. Αυτό εξηγεί εν μέρει την αυστηρότητα της ΕΕ στις συνομιλίες για το Brexit. Η αυστηρότητα των Βρυξελλών είναι σημάδι εσωτερικής αδυναμίας – όχι δυνάμεως. Η Merkel, ο Macron και ο Michel Barnier φοβούνται όχι το κράτος που φεύγει, αλλά τα κράτη που μένουν.
Ακόμη και αν καμμιά άλλη χώρα δεν προσβλέπει σε έξοδο, πολλές χώρες θέλουν να έχουν περισσότερες ευέλικτες διευθετήσεις εντός της ΕΕ. Για μερικούς, πρέπει να επιτρέπονται περισσότερες επιχορηγήσεις για βιομηχανίες που παραπαίουν ή έχουν μεγάλα ελλείμματα. Άλλοι θέλουν να γίνουν λιγότερο αυστηροί οι κανόνες για τις εκπομπές διοξειδίου ή για τους πρόσφυγες που ζητούν άσυλο. Αν η ΕΕ υποχωρήσει, το αποτέλεσμα θα είναι μια Ευρώπη κατακερατισμένη.
Η πιθανότητα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ελέγχεται σύντομα από εθνικιστές με αυτοπεποίθηση, συντηρητικούς με φιλοδοξίες και ριζοσπαστικοποιημένους σοσιαλδημοκράτες, είναι πολύ μεγάλη. Η πίστη ότι το ζενίθ του λαϊκισμού ήταν το 2017, απεδείχθη πρόωρη – η χρονιά όμως αυτή ίσως είναι η χρονιά της αυξημένης ομοσπονδοποίησης. Μια περίοδος πρωτόγνωρης στενότερης ενοποιήσεως ίσως αρχίσει. Ή και το αντίθετο.