Η ανατομία του νεοελληνικού Πολιτικού και πολιτιστικού υποκειμένου

4463

Τα πολιτικά και πολιτιστικά μυστικά του σχεδίου συγκρότησης, οργάνωσης και Διοίκησης του νεοελληνικού κράτους:

Η ανατομία του νεοελληνικού πολιτικού και πολιτιστικού υποκειμένου

 

 

© Δρ. Νικόλαος Λάος, Φιλόσοφος – Σύμβουλος Νοοπολιτικής, Μέγας Διδάσκαλος του Λογίου και Πολιτικού Τάγματος των Βαθέως Πεφωτισμένων (Scholarly and Political Order of the Ur-Illuminati)

www.nicolaslaos.com

 

 

Η παρούσα μελέτη με τίτλο «Τα Πολιτικά και Πολιτιστικά Μυστικά του Σχεδίου Συγκρότησης, Οργάνωσης και Διοίκησης του Νεοελληνικού Κράτους: Η Ανατομία του Νεοελληνικού Πολιτικού και Πολιτιστικού Υποκειμένου» αποτελεί το κύριο μέρος ειδικής έκθεσης που συνέταξε ο συγγραφέας, το 2019, στο πλαίσιο σύσκεψης του διεθνούς οργανισμού Scholarly and Political Order of the Ur-Illuminati (SPOUI) με θέμα την ανάλυση της νοελληνικής κοινωνίας και τον προσδιορισμό του βέλτιστου τρόπου δράσης του SPOUI στη σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης του Δρ. Λάου, αναλύονται και εξηγούνται η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ο τρόπος δόμησης και εξέλιξης του νεοελληνικού κράτους και οι ρίζες των κυριότερων πολιτικών και πολιτιστικών προβλημάτων του νεοελληνικού κράτους.

 

 

 

 

 

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ως Έργο μιας Μυστικής Αδελφότητας και ο Ρόλος του Ελευθεροτεκτονισμού:

Το Νεοελληνικό Κράτος ως ένα Τεκτονικό Project

Η ιστορική αφετηρία του αγώνα που οδήγησε στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από το έργο μιας μυστικής εθνικοαπελευθερωτικής αδελφότητας, της Φιλικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε στην Οδησσό, το 1814, και οργανώθηκε και λειτούργησε κατά τα πρότυπα του Ελευθεροτεκτονισμού (ή Τεκτονισμού) και της ιταλικής (παρα-τεκτονικής) μυστικής, κοινωνικοαπελευθερωτικής και εθνικοαπελευθερωτικής αδελφότητας των Καρμπονάρων (Carbonari).[i] Τον δέκατο όγδοο και τον δέκατο ένατο αιώνα, ο Ελευθεροτεκτονισμός αποτελούσε οργανωτικό πρότυπο, αλλά και καταφύγιο, για πολλές μυστικές εθνικοαπαελευθερωτικές και κοινωνικοαπελευθερωτικές αδελφότητες ανά την Ευρώπη.[ii] Ιδιαιτέρως κατά τη χρονική περίοδο 1818–20, η Φιλική Εταιρεία ήταν το αποτέλεσμα όσο και το θεσμικό πλαίσιο της πραγματοποίησης μιας σειράς σκέψεων, ενεργειών και πνευματικών και πολιτικών αλληλεπιδράσεων που έλαβαν χώρα στον Ελληνισμό της διασποράς, ειδικότερα δε, στον Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στον Ελληνισμό της Ρωσικής Επικρατείας.

Ωστόσο, σε αντίθεση προς μια αντίληψη πνευματικής και ιδεολογικής ομοιογένειας και ενότητας σκοπού και μεθόδων, η Φιλική Εταιρεία περιλάμβανε μια μεγάλη ποικιλία ιδεών, προθέσεων και διαθεσιμοτήτων, και χαρακτηριζόταν από μια σημαντική ασάφεια αναφορικώς με τη μορφή και τη δομή του πολιτικού-θεσμικού υποκειμένου που θα προέκυπτε από την Ελληνική Επανάσταση. Η Φιλική Εταιρεία όχι μόνο δεν είχε μια σαφή σκέψη και εκτίμηση για το πώς θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων, αλλά δεν είχε καν διαμορφώσει μια σαφή ιδέα για το ποιες θα ήταν η συνέχεια και η τελολογία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Αυτό το οποίο ήταν αποσαφηνισμένο και γενικώς αποδεκτό στη συνείδηση της Φιλικής Εταιρείας ήταν η γενική άποψη και πρόθεση ότι η Ελληνική Επανάσταση θα παρήγαγε ένα ελληνικό έθνος-κράτος, δηλαδή, ένα κράτος αποκλειστικώς του ελληνικού έθνους, το οποίο θα είχε ως γεωγραφική του βάση τη σημερινή Ελλάδα, και θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες περιοχές υπό συγκεκριμένες εθνολογικές προϋποθέσεις, αλλά η εκκίνηση δημιουργίας αυτού του νεοελληνικού κράτους θα γινόταν οπωσδήποτε από τη νότια Ελλάδα, συγκεκριμένα, από την Πελοπόννησο.

O Ελευθεροτεκτονισμός μπορεί να λειτουργήσει με έναν ή περισσότερους από τους εξής τρόπους, έχοντας αντιστοίχως μια ή περισσότερες φύσεις: πρώτον, ως εσωτεριστική αδελφότητα με πνευματικό προσανατολισμό, και, υπό αυτήν την άποψη, εκπροσωπεί και ενσαρκώνει, κατά κάποιον τρόπο, το Πλατωνικό ιδεώδες του «φιλοσόφου-βασιλέα»· δεύτερον, ως μια μυστική εταιρεία, ή τουλάχιστον μια εταιρεία με μυστικά, η οποία εξυπηρετεί συγκεκριμένα σχέδια νοοπολιτικής και δημόσιας διπλωματίας· τρίτον, ως μια εκλεκτική και αποκλειστική αστική λέσχη η οποία συνδυάζει μια ηθικοπλαστική τελετουργική παράδοση και μια φιλανθρωπική δραστηριότητα με την εξυπηρέτηση των δημοσίων σχέσεων, των αναγκών κοινωνικής δικτύωσης και των επιμέρους συμφερόντων των μελών της (αυτή η εκδοχή του Ελευθεροτεκτονισμού, όταν αναπτύσσεται αμετροεπώς, ωθεί διάφορες τεκτονικές δυνάμεις, ιδιαιτέρως σε υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες, όπως, λ.χ., η Ελλάδα  του εικοστού αιώνα, στην πνευματική ασημαντότητα και στη σύμφυρσή τους με διάφορα τοπικά δίκτυα διαφθοράς ή ακόμη και με το οργανωμένο έγκλημα).

Εξ ου και, στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τον Ελευθεροτεκτονισμό για την πραγματοποίηση διαφόρων νοοπολιτικών και γεωστρατηγικών σχεδίων. Συγκεκριμένα, μια Μεγάλη Δύναμη του διεθνούς συστήματος αποφασίζει να ιδρύσει Στοές σε χώρες υπό κατάρρευση και διαμελισμό, όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία του δεκάτου ενάτου αιώνα, καθώς και σε κοινωνίες που οδεύουν σε αλλαγή καθεστώτος, προκειμένου, μέσω του Ελευθεροτεκτονισμού, με διακριτικό τρόπο, να επιλέξει, να στρατολογήσει και να εκπαιδεύσει καταλλήλως εντόπια πρόσωπα στα οποία πρόκειται να ανατεθούν συγκεκριμένοι ρόλοι και συγκεκριμένες ευθύνες για την πραγματοποίηση μεγάλων ιστορικών αλλαγών με τρόπο που να συνάδει με τα συμφέροντα και τη στρατηγική της αντίστοιχης Μεγάλης Δύναμης. Αφού επέλθει η προγραμματισμένη ιστορική αλλαγή σε αυτές τις χώρες, οι Στοές χρησιμοποιούνται εν συνεχεία για τον έλεγχο των ελίτ που σχηματίζονται και λειτουργούν εκεί. Εξ ου και, όπως η νεοελληνική ιστορία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν εξεταστεί μέσα στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος και της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, έτσι και η ιστορία του νεοελληνικού Τεκτονισμού δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν μελετηθεί μέσα στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο.

Στην Ελλάδα, ο Ελευθεροτεκτονισμός προήλθε από την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία στο πλαίσιο της πάγιας πολιτικής αυτών των δυνάμεων να χρησιμοποιούν τον Ελευθεροτεκτονισμό για την πραγματοποίηση διαφόρων νοοπολιτικών και γεωστρατηγικών σχεδίων. Γι’ αυτόν τον λόγο, τον δέκατο ένατο αιώνα, διάφορες ιταλικές, γαλλικές και βρετανικές τεκτονικές Στοές, ενεργώντας στο πλαίσιο της πολιτικής των αντίστοιχων ευρωπαϊκών δυνάμεων αναφορικώς με το Ανατολικό Ζήτημα, και προκειμένου να χειραγωγήσουν τις επαναστατικές διαδικασίες που εξελίσσονταν στον ελληνικό χώρο, μύησαν Έλληνες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, ακόμη και αγροίκους, στον Ελευθεροτεκτονισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι αποτελεί έναν εσωτεριστικό και υψηλών φιλοσοφικών απαιτήσεων θεσμό.

Τα Ιόνια Νησιά αποτελούσαν υπερπόντιες κτήσεις της Βενετικής Δημοκρατίας από τα μέσα του δεκάτου τετάρτου έως τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα. Εξ ου και η πρώτη Στοά που ιδρύθηκε στα Ιόνια Νησιά ήταν ιταλική: η Στοά «Η Αγαθοεργία» («La Beneficenza»), στην οποία θα αναφερθώ περαιτέρω σε λίγο. Το 1797, οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ναπολέοντα Α´ έθεσαν τα Ιόνια Νησιά υπό γαλλική κυριαρχία και άρχισαν αμέσως να καλλιεργούν τις ιδέες και την «πολιτική θρησκεία» της Γαλλικής Επανάστασης μεταξύ των εντοπίων ελληνικών πληθυσμών. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, οι Γάλλοι ίδρυσαν σχολεία σύμφωνα με τα πρότυπα των γαλλικών, χορήγησαν υποτροφίες για σπουδές στο Παρίσι, και ίδρυσαν Εθνική Βιβλιοθήκη και Εθνικό Τυπογραφείο στην Κέρκυρα. Ωστόσο, μετά από την ήττα του Ναπολέοντα Α´ στην Αίγυπτο το 1798 και μετά από τη ρωσοτουρκική συμμαχία που επακολούθησε, τα Ιόνια Νησιά τέθηκαν υπό ρωσοτουρκική διοίκηση το 1799. Η ρωσοτουρκική διοίκηση αποφάσισε να ιδρυθεί ενιαίο κράτος Ιονίων Νήσων με πρωτεύουσα την Κέρκυρα, να ιδρυθεί Γερουσία και να συνταχθεί σύνταγμα.

Στις 21 Μαρτίου του 1800, υπεγράφη η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ιονίου Γερουσίας, και, με αυτήν τη συνθήκη, τα Ιόνια Νησιά αναγνωρίστηκαν ως ενιαίο κράτος με την επίσημη ονομασία «Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νήσων» και υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σύνταγμα αυτού του νεοπαγούς κράτους προσπάθησε να δημιουργήσει μια τοπική αριστοκρατία εγκαθιδρύοντας ένα αριστοκρατικό καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου η εξουσία ανατέθηκε σε συμβούλια ευγενών. Τελικώς, το 1807, με τη Συνθήκη Ειρήνης του Τιλσίτ ανάμεσα στους Γάλλους και τους Ρώσους, τα Ιόνια Νησιά εκχωρήθηκαν εκ νέου στη Γαλλία. Οι Γάλλοι, για να προλάβουν οποιαδήποτε βρετανική αντίδραση, αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1807. Έτσι, για δεύτερη φορά, τα Ιόνια Νησιά έγιναν μέρος της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, και οι κάτοικοί τους έγιναν Γάλλοι υπήκοοι, ενώ καταργήθηκε το προηγούμενο σύνταγμα των Ιονίων Νήσων. Κατά τη χρονική περίοδο που τα Ιόνια Νησιά βρίσκονταν υπό γαλλική κυριαρχία, οι Γάλλοι μύησαν εντοπίους Έλληνες στον γαλλικό Τεκτονισμό, θέτοντας τα Ιόνια Νησιά υπό την τεκτονική δικαιοδοσία της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας (δηλαδή, της υπερισχύουσας Αρχής του γαλλικού Ελευθεροτεκτονισμού), προκειμένου, κατά το πάγιο μοτίβο των Μεγάλων Δυνάμεων, να διαμορφώσουν και να ελέγξουν το κοινωνικό κατεστημένο των Ιονίων Νήσων μέσω του Ελευθεροτεκτονισμού. Συγκεκριμένα, στην Κέρκυρα, ιδρύθηκαν οι γαλλικές Στοές «Φιλογένεια» («Philogenie»), «Άγιος Ναπολέων» («St. Napoleon») και «Η Ειρήνη» («La Paix»).

Τον Νοέμβριο του 1811, ο Διονύσιος Ρώμας,  ο οποίος έλαβε τον τίτλο του κόμη με βενετικό διάταγμα του 1797, ήταν Γερουσιαστής των Ιονίων Νήσων και επικεφαλής του Τεκτονισμού της Κέρκυρας, μετέβη στο Παρίσι ως μέλος επτανησιακής αποστολής για την απόδοση συγχαρητηρίων εκ μέρους του ιονίου λαού στον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α´ λόγω της γέννησης του υιού του. Εκεί, με τη μεσολάβηση Γάλλων αξιωματούχων που βρίσκονταν στην Κέρκυρα, ήλθε σε επαφή με τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας και έθεσε τον Τεκτονισμό των Ιονίων Νήσων υπό την αιγίδα της. Μάλιστα, στο Παρίσι, ο Ναπολέων Α´ απένειμε στον Ρώμα το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Σύμφωνα με τις αναφορές του Διονυσίου Ρώμα προς τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας του 1811 και του 1843, ο κόντε Μάρκος Χαρβούρης, ο οποίος ήταν Κεφαλλονίτης ιατρός, καθηγητής Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας και πρόεδρος της Μητρικής Σκωτικής Στοάς της Βερόνας (με έδρα την Πάδοβα), είχε παραχωρήσει, τον Ιούνιο του 1782, άδεια ίδρυσης Στοάς με την ονομασία «Η Αγαθοεργία» («La Beneficenza») στην Κέρκυρα (το 1782, η Πάδοβα και η Κέρκυρα υπάγονταν στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας).

Ο Ρώμας αναφέρει ότι, μετά από το 1806, η Στοά «Η Αγαθοεργία» λειτουργούσε ως η Μητρική Στοά για τη δημιουργία άλλων Στοών στα Ιόνια Νησιά. Στις 6 Ιουνίου 1810, σε κοινή συνεδρία που πραγματοποίησαν, η Στοά «Η Αγαθοεργία» και η Στοά «Η Φιλογένεια», που είχε δημιουργηθεί από διάσπαση των αδελφών της πρώτης Στοάς στα τέλη του 1807 ή στις αρχές του 1808 και έως τότε λειτουργούσε «ατάκτως», συγχωνεύθηκαν μεταξύ τους στη Στοά «Αγαθοεργία και Φιλογένεια Ηνωμένες» («Bienfaisance et Philogénie Réunies») υπό την εποπτεία του Επιτετραμμένου Μεγάλου Επιθεωρητή της Μητρικής Σκωτικής Στοάς της Γαλλίας, Αυτοκρατορικού Επιτρόπου, κόμη Ματιέ ντε Λεσέπς (Mathieu de Lesseps). Το 1811, ο Ρώμας εξασφάλισε την αναγνώριση της Στοάς «Αγαθοεργία και Φιλογένεια Ηνωμένες» από τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας, λαμβάνοντας την έγκριση να λειτουργήσει ως μια ελληνική τεκτονική Στοά με εθνικιστική ιδεολογία και σύμφωνα με τα γαλλικά τεκτονικά πρότυπα και τη γαλλική διπλωματία.

Μετά από την επίσκεψή του στον Ναπολέοντα Α´, στο Παρίσι, ο Ρώμας επέστρεψε στην Κέρκυρα το καλοκαίρι του 1812. Υπό τη διοίκηση του Ρώμα, στην προαναφερθείσα φάση, ο Τεκτονισμός της Κέρκυρας λειτουργούσε πλέον ως μια Περιφερειακή Μεγάλη Στοά της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, και εξαπλώθηκε στα Ιόνια Νησιά μέσω της ίδρυσης νέων τοπικών Στοών, μια από τις οποίες ήταν και η Στοά «Αναγεννηθείς Φοίνιξ», η οποία ιδρύθηκε το 1815 στη Ζάκυνθο, και στην οποία μυήθηκε ο αρχιστράτηγος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Όμως, μετά από την ήττα και την παραίτηση του Ναπολέοντα Α´ (1814) και τη συνθήκη του Παρισιού του 1815, τα Ιόνια Νησιά αποτέλεσαν «ενιαίον κράτος ελεύθερον και ανεξάρτητον» με την ονομασία «Ηνωμέναι Πολιτείαι των Ιόνιων Νήσων» (Ιόνιον ή Ιονικόν Κράτος) με έδρα την Κέρκυρα και κάτω από τη άμεση και αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας. Μετά από την κατάληψη των Ιονίων Νήσων από τη Μεγάλη Βρετανία, ο Διονύσιος Ρώμας, το 1816, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον γαλλικό Τεκτονισμό για πολιτικούς και γεωστρατηγικούς λόγους, και να μετατρέψει τη Στοά «Αγαθοεργία και Φιλογένεια Ηνωμένες» σε Μεγάλη Στοά με την ονομασία Γαληνοτάτη Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος (γαλλιστί, Serenissime Grand Orient de Grece), γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από τον ίδιο τον Ρώμα σε κείμενο που απέστειλε προς τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας το 1843.[iii]

Στο πλαίσιο της τεκτονικής και πολιτικής προσέγγισής του με τη Μεγάλη Βρετανία, ο Ρώμας πρότεινε στον Δούκα του Σάσεξ, ο οποίος ήταν ο πρώτος Μέγας Διδάσκαλος της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας, τη θέση του Επιτίμου Μεγάλου Διδασκάλου της νεοϊδρυθείσας Γαληνοτάτης Μεγάλης Ανατολής της Ελλάδος. Ο Δούκας του Σάσεξ, τόσο για γεωστρατηγικούς λόγους συνδεδεμένους με τη βρετανική εξωτερική πολιτική όσο και για τεκτονικούς λόγους (προώθηση του αγγλικού τεκτονικού Τύπου), αποδέχθηκε την προαναφερθείσα πρόταση του Ρώμα, και, μάλιστα, στις 9 Δεκεμβρίου 1823, υπεγράφη και κονκορδάτο μεταξύ της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας και της Γαληνοτάτης Μεγάλης Ανατολής της Ελλάδος, σύμφωνα με το οποίο η μεν Γαληνοτάτη Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος θα ασκούσε πλήρη εξουσία στα Ιόνια Νησιά, η δε Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας θα είχε το δικαίωμα να ιδρύει Στοές στα Επτάνησα στις οποίες θα συμμετείχαν μόνον αλλοδαποί.

 

 

 

 

 

 

 

 

Επάνω αριστερά ο Δούκας του Σάσεξ, Πρώτος Μέγας Διδάσκαλος της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας. Επάνω δεξιά: ο Διονύσιος Ρώμας.

Το 1861, τρία χρόνια πριν από την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, οι Άγγλοι στρατιωτικοί που βρίσκονταν στη Ζάκυνθο ίδρυσαν τη Στοά «Αστήρ της Ανατολής» («Star of the East» Lodge) υπ’ αριθμόν 880 υπό την αιγίδα της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας (αυτή η αγγλική Στοά συνεχίζει να λειτουργεί έως σήμερα). Εν τω μεταξύ, η Γαληνοτάτη Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος έπαυσε να λειτουργεί το 1857, και έκτοτε ιδρύθηκαν Στοές σε διάφορες πόλεις της απελευθερωμένης Ελλάδας υπό την αιγίδα της Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας (Grande Oriente d’Italia). Το 1863, στην Αθήνα, ιδρύθηκε η Στοά «Πανελλήνιον» υπό την αιγίδα της Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας, και τη σύσταση αυτής της Στοάς επακολούθησε η ίδρυση των Στοών «Αρχιμήδης» στην Πάτρα, «Ποσειδών» στον Πειραιά, «Παίδες Λεωνίδου» στη Σύρο, «Πρόνοια» στο Άργος, «Σκουφάς» στη Χαλκίδα και «Ανεξαρτησία» στη Λαμία. Το 1864, οι προαναφερθείσες επτά Στοές ζήτησαν διά κοινού εγγράφου από την προϊσταμένη τεκτονική Αρχή τους, δηλαδή, τη Μεγάλη Ανατολή της Ιταλίας, την άδεια να συστήσουν μια ανεξάρτητη Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος. Αρχικώς, απέκτησαν ημιαυτονομία με τη μορφή ενός ελληνικού Τεκτονικού Διευθυντηρίου ελεγχόμενου από τη Μεγάλη Ανατολή της Ιταλίας. Τελικώς, το 1868, με διάταγμα του Μεγάλου Διδασκάλου της Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας, ιδρύθηκε η Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος, μετονομασθείσα αργότερα σε Μεγάλη Στοά της Ελλάδος, ως μια ανεξάρτητη εθνική τεκτονική δικαιοδοσία, παρ’ ότι υπολειπόταν σε τραγικό βαθμό έναντι των δυτικοευρωπαϊκών Μεγάλων Στοών τόσο ως προς την ποιότητα της οργάνωσης και των μελών της όσο και ως προς την πνευματική ωριμότητά της και την ικανότητά της να κατανοήσει και να εφαρμόσει ορθώς τον Ελευθεροτεκτονισμό.

Η Αποδοχή του Σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας από τον Υπόδουλο Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Όπως προανέφερα, η αντίληψη της Φιλικής Εταιρείας για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων ήταν σαφώς προσδιορισμένη από τη νεοτερική δυτικοευρωπαϊκή θεωρία του εθνικισμού, σε αντιδιαστολή προς το βυζαντινό αυτοκρατορικό-πολυεθνικό πρότυπο, το οποίο είχε υποστηρίξει ο Ρήγας Φεραίος (1757–98). Η επιλογή της Πελοποννήσου ως σημείου εκκίνησης για την εκδίπλωση του επαναστατικού σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας οφειλόταν στο γεγονός ότι, στην Πελοπόννησο, επικρατούσαν οι ευνοϊκότερες συνθήκες για την πραγματοποίηση μιας αντι-οθωμανικής εξέγερσης, και υπήρχε η εκτίμηση ότι ο συνδυασμός μιας αντι-οθωμανικής εξέγερσης των Ελλήνων στην Πελοπόννησο με τον αντι-σουλτανικό αγώνα του Αλή Πασά στην Ήπειρο θα δημιουργούσε έναν επαναστατικό άξονα Μάνη–Σούλι, ο οποίος, όντως, αποτέλεσε τη σπονδυλική στήλη του σχεδιασμού των στρατιωτικών επιχειρήσεων εκ μέρους της Φιλικής Εταιρείας.[iv]

Το επαναστατικό σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας δεν υιοθετήθηκε εξ αρχής από τους Έλληνες προκρίτους της Πελοποννήσου, ούτε συμμετείχαν στη διαμόρφωση αυτού του σχεδίου και αυτής της πολιτικής. Όμως, οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου δεν αντιτάχθηκαν προς το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας. Το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας βρήκε θετική ανταπόκριση στον ψυχισμό, ιδιαιτέρως στο θυμικό, των Ελλήνων προκρίτων της Πελοποννήσου, οι οποίοι ―παρ’ ότι δεν είχαν βεβαίως γνώσεις πολιτικής θεωρίας ώστε να μπορούν να κατανοήσουν και να αξιολογήσουν τη δυτικοευρωπαϊκή νεοτερική ιδεολογία του εθνικισμού ή την παραδοσιακή βυζαντινή πολιτειολογία― είχαν ελληνική παιδεία και συνείδηση, είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνουν μια πρωτόγονη και στοιχειώδη εθνική ιδεολογία, και είχαν πλέον βαθιά επίγνωση των προβλημάτων και των αδιεξόδων του οθωμανικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Οι Έλληνες πρόκριτοι της Πελοποννήσου είχαν στενές σχέσεις με την οθωμανική διοίκηση, και, γι’ αυτόν τον λόγο, γνώριζαν και παρακολουθούσαν την κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις αδυναμίες της οθωμανικής διοίκησης από μέσα. Για τους προαναφερθέντες λόγους, οι Έλληνες πρόκριτοι της Πελοποννήσου μπορούσαν να παρακολουθήσουν το σκεπτικό του σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας.

Συνεπώς, κατά την προπαρασκευαστική χρονική περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και κατά την πρώτη φάση της εκδήλωσής της, δεν υπήρχαν, συνειδητές τουλάχιστον, αντιπαραθέσεις και αντιφάσεις μεταξύ της Φιλικής Εταιρείας και της τοπικής ελληνικής αριστοκρατίας της Πελοποννήσου. Όμως, όπως είναι σαφές από όσα συνοπτικώς προανέφερα, η απουσία συνειδητών αντιπαραθέσεων και αντιφάσεων μεταξύ της Φιλικής Εταιρείας και της τοπικής ελληνικής αριστοκρατίας της Πελοποννήσου δεν οφειλόταν σε μια συνειδητή συμφωνία όλων αυτών των ιστορικών δρώντων σε ένα συγκεκριμένο, αποσαφηνισμένο κοινό στρατηγικό όραμα και πολιτειακό πρότυπο (αφού, όπως προανέφερα, καμία από τις προαναφερθείσες πλευρές δεν διέθετε κάτι τέτοιο, πέρα από μια ομιχλώδη και κυρίως συναισθηματικής φύσης εθνικοαπελευθερωτική απόφαση και πρόθεση), αλλά οφειλόταν στην ασάφεια και στο συναισθηματικό υπόβαθρο του εθνικοαπελευθερωτικού οράματος τόσο της Φιλικής Εταιρείας όσο και των Ελλήνων προκρίτων της Πελοποννήσου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συγκροτήθηκε το πρώτο νεοελληνικό κράτος στην Πελοπόννησο.

Παρ’ ότι η τοπική ελληνική αριστοκρατία της Πελοποννήσου ανησυχούσε για την έκβαση του σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας, συμφωνούσε ότι έπρεπε να αλλάξει η δομή της οθωμανικής εξουσίας και, γι’ αυτόν τον λόγο, συντάχθηκε με τη Φιλική Εταιρεία. Ειδικότερα, η άποψη των Ελλήνων προεστών ότι έπρεπε να αλλάξει η δομή της οθωμανικής εξουσίας προήλθε και διαμορφώθηκε από την ίδια την επαφή και συνεργασία τους με την οθωμανική διοίκηση. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο μιας μακράς και συστηματικής συνεργασίας με την οθωμανική διοίκηση, η τοπική ελληνική άρχουσα τάξη συνειδητοποίησε και κατανόησε βαθέως τις δομικές αδυναμίες και τα δομικά ελαττώματα του Οθωμανικού Κράτους.

Ήδη από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα, το πρότυπο του Οθωμανικού Κράτους ήταν παρωχημένο και αναποτελεσματικό, κυρίως για τους εξής λόγους:

(i) λειτουργούσε με έννοιες περασμένων αιώνων ―όπως, λ.χ., η στρατιωτική οργάνωση του εδάφους και η ιεροδικαστική οργάνωση της διοίκησης― χωρίς να μπορεί να προσαρμόσει τις παραδοσιακές οργανωτικές αρχές του στις σύγχρονες ιστορικές ανάγκες και προκλήσεις·
(ii) επιδείκνυε αδυναμία ή και άρνηση δημιουργικής συμμετοχής στις νέες οικονομικές συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζονταν όλο και περισσότερο από το εμπόριο, τη ναυτιλία και τη μεταποίηση·
(iii) αποτελούσε ένα καθεστώς το οποίο εκμεταλλευόταν σκληρά τους αγροτικούς πληθυσμούς, κυρίως τους χριστιανικούς αγροτικούς πληθυσμούς, ενώ συγχρόνως διέτρεφε και συντηρούσε μεγάλους παρασιτικούς πληθυσμούς (κυρίως Μουσουλμάνους και βεβαίως τα μέλη της κρατικής γραφειοκρατίας) στις οθωμανικές πόλεις, με προεξάρχουσα βεβαίως την Κωνσταντινούπολη / Ιστανμπούλ.

Επειδή οι Έλληνες πρόκριτοι συμμετείχαν επισήμως στην είσπραξη των φορολογικών εσόδων του Οθωμανικού Κράτους, ως συνεργάτες της οθωμανικής διοίκησης, γνώριζαν καλά το προαναφερθέν οθωμανικό καθεστώς, που απομυζούσε τις παραγωγικές κοινωνικές ομάδες για χάρη των παρασιτικών κοινωνικών ομάδων του Οθωμανικού Κράτους, και, από ένα σημείο και πέρα, συνειδητοποίησαν ότι αυτό το καθεστώς ήταν καταστροφικό, ιδιαιτέρως για τις αναπτυσσόμενες κοινωνικές δυνάμεις του εμπορίου, της βιοτεχνίας, της ναυτιλίας και της διανόησης, και ότι έπρεπε να λάβει χώρα μια ανακατανομή της εξουσίας. Βάσει των προαναφερθεισών επιγνώσεων, οι Έλληνες πρόκριτοι είχαν αρχικώς κάθε λόγο να συνταχθούν με τη Φιλική Εταιρεία, η οποία επιδίωκε τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους υπό την επίδραση του νεοτερικού δυτικοευρωπαϊκού προτύπου του αστικού έθνους-κράτους. Κατά συνέπεια, οι Έλληνες πρόκριτοι αποφάσισαν να συνταχθούν με την επανάσταση που οργάνωνε και διεξήγαγε η Φιλική Εταιρεία.

Όμως, πολύ σύντομα, ο ίδιος ο πόλεμος σε συνδυασμό με την ιδεολογική και, γενικότερα, πνευματική ασάφεια που, όπως προανέφερα, χαρακτήριζε τις ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις και κινήσεις δημιούργησαν νέες συνθήκες οι οποίες οδήγησαν σε σφοδρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των Ελλήνων αναφορικώς με την ακριβή νοηματοδότηση και εφαρμογή των αρχών της «εθνικής ενότητας», της «εθνικής επανάστασης», της «εθνικής ολοκλήρωσης» και της αστικής κοινωνικής οργάνωσης, οι οποίες δεν είχαν καλλιεργηθεί μεταξύ των Ελλήνων και δεν είχαν προηγούμενο έρεισμα στην ιστορία του Ελληνισμού (ο οποίος είχε ιστορικές εμπειρίες και μνήμες των αρχαίων πόλεων-κρατών, του ρωμαϊκού-βυζαντινού αυτοκρατορικού προτύπου και του οθωμανικού προτύπου, και εμφορούνταν από πνευματικές παραδόσεις διαφορετικές από εκείνες που γέννησαν το πρότυπο του αστικού έθνους-κράτους στη νεοτερική Δύση). Εξ ου και, σύντομα, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 οδήγησε στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο της χρονικής περιόδου 1823–25. Επί πλέον, αν κρίνουμε από τη συμπεριφορά διαφόρων Ελλήνων προκρίτων και Φαναριωτών καθώς εξελισσόταν η Ελληνική Επανάσταση και από τα όσα μαρτυρεί ο Ιωάννης Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του, είναι βάσιμο να υποθέσουμε ότι ορισμένοι πρόκριτοι και Φαναριώτες υποστήριξαν την Ελληνική Επανάσταση διατηρώντας οθωμανικές πολιτικές νοοτροπίες, υπό την έννοια ότι επιδίωκαν να αναπαράξουν κάποιους τύπους οθωμανικών πολιτικών δομών στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους, ώστε, με έναν νέο τρόπο και με νέα μέσα, στο πλαίσιο μιας ιδιόμορφης σύνθεσης μεταξύ εθνοαστισμού και Οθωμανισμού, να απολαμβάνουν οι ίδιοι προνόμια και εξουσίες που απολάμβαναν οι άρχουσες μουσουλμανικές ελίτ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η Δημιουργία της Πρώτης Ελληνικής Επαναστατικής Κυβέρνησης, ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος της Χρονικής Περιόδου  1823–25 και η Αλλοίωση του Επαναστατικού Ήθους των Ελλήνων

Οι στρατιωτικοί δεν είχαν τον ηγετικό ρόλο στην οργάνωση και στις πρώτες φάσεις του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αφού αυτός ήταν κυρίως έργο των Φιλικών, αλλά, συν τω χρόνω, υποκατέστησαν τους Φιλικούς. Μετά από το σύνταγμα που ψηφίστηκε στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 –  16 Ιανουαρίου 1822), όπου ουσιαστικώς συγκροτήθηκε η πρώτη κυβέρνηση του νεοελληνικού κράτους (με πρώτο πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο), οι Φιλικοί και οποιεσδήποτε άλλες εθνικοαπελευθερωτικές μυστικές οργανώσεις έπαυσαν να έχουν νόημα, ενσωματώθηκαν μέσα στους νέους, επίσημους νεοελληνικούς θεσμούς, και οι στρατιωτικοί αναδείχθηκαν ως η νέα ηγετική δύναμη, η οποία παρήχθη μέσα από τον πόλεμο. Στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791–1865), γόνος ισχυρής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης,[v] εξελέγη πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος, δηλαδή, ουσιαστικώς, πρόεδρος της πρώτης ελληνικής εθνικής κυβέρνησης.

Ο Μαυροκορδάτος ήταν μέλος της ελληνικής αριστοκρατίας των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, και εκπροσωπούσε την αγγλόφιλη παράταξη των Ελλήνων, διότι, κατόπιν διαφόρων βολιδοσκοπήσεων και διερευνητικών κινήσεων που έκανε προς την πλευρά της Ρωσίας, είχε ορθώς διαγνώσει ότι ―αν και η Ρωσία ήταν θρησκευτικώς ομόδοξο κράτος προς τους Έλληνες, και, παρά το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ο βυζαντινός πολιτισμός διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ρωσικού πολιτισμού― η νεοτερική Ρωσική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αρθρώσει και να πραγματοποιήσει σημαντικές στρατηγικές πρωτοβουλίες για την απελευθέρωση του νέου Ελληνισμού, ούτε για τη ριζική αλλαγή των διεθνών σχέσεων στα Βαλκάνια, ούτε, πολύ περισσότερο, για τη δημιουργία μιας νέας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων. Η προαναφερθείσα αδυναμία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας οφειλόταν κυρίως στους εξής τρεις λόγους: (i) η νεοτερική Ρωσική Αυτοκρατορία χαρακτηριζόταν από μια υπανάπτυκτη οικονομία και κοινωνία· (ii) το τσαρικό καθεστώς ενδιαφερόταν πρωτίστως για την επιβίωση του αυταρχικού του συστήματος εξουσίας και τη συντήρηση των γεωπολιτικών του κεκτημένων, καθώς και για ορισμένες περιφερειακές κινήσεις γεωπολιτικής λαφυραγώγησης, παρά για οποιαδήποτε μεγαλόπνοα σχέδια που αφορούσαν στη δομική αλλαγή του διεθνούς συστήματος και σε υψηλά πολιτισμικά ιδεώδη· και (iii) οι ρωσικές ελίτ χαρακτηρίζονταν από μια σημαντική εσωτερική, πνευματική αντίφαση και διάσπαση μεταξύ του δυτικοευρωπαϊκού πνεύματος, της βυζαντινής χριστιανικής κληρονομίας και του παγανιστικού και μυστικιστικού πνεύματος της ευρασιατικής στέπας.

Οι προαναφερθείσες εσωτερικές, πνευματικές αντιφάσεις και ενδοψυχικές συγκρούσεις της νεοτερικής Ρωσίας και μεγάλου μέρους του νεοτερικού σλαβικού κόσμου έχουν περιγραφεί και αναλυθεί εναργώς, μεταξύ άλλων, και από τον Ρώσο μυθιστοριογράφο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Τον δέκατο ένατο αιώνα, μέσω των μυθιστορημάτων του, ο Ντοστογιέφσκι εμμέσως πλην σαφώς απεφάνθη ότι ο ρωσικός λαός («ναρόντ») δεν είχε ακόμη καταλήξει σε μια συνειδητή επιλογή αναφορικώς με τον ορθόδοξο Χριστό και ότι, συνεπώς, καθώς δεν είχε ένα σαφές, συνειδητό όραμα περί του ιστορικού του πεπρωμένου, ο ρωσικός λαός μπορούσε ακόμη «να ρίξει τον εαυτό του ―αναμένοντας και αναζητώντας αυτό [το ιστορικό του πεπρωμένο]― στις πιο τερατώδεις αποκλίσεις και στους πιο τερατώδεις πειραματισμούς».[vi]

Κατά τη διάρκεια του δεκάτου ογδόου και του δεκάτου ενάτου αιώνα,  η Ρωσική Αυτοκρατορία, εξαιτίας των ενδογενών πολιτικών, κοινωνικο-οικονομικών και κυρίως πνευματικών αδυναμιών της, δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει το Ανατολικό Ζήτημα για να αρθρώσει και να εφαρμόσει μια «νεοβυζαντινή» γεωστρατηγική, δηλαδή, αδυνατούσε να ανασυγκροτήσει τον γεωπολιτικό-γεωπολιτιστικό χώρο της πάλαι ποτέ Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε ένα νέο πολιτιστικό και γεωπολιτικό υποκείμενο. Με άλλα λόγια, η Ρωσική Αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει το Ανατολικό Ζήτημα για να γίνει η «Τρίτη Ρώμη», που πολλοί Ρώσοι πόθησαν και φαντάστηκαν και να προσφέρει στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικώς έναν επικαιροποιημένο ανατολικορωμαϊκό-νεοβυζαντινό λόγο, όπως θα μπορούσε να κάνει ως «κόρη» του Βυζαντίου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774, η οποία υπεγράφη μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατοχυρώνοντας τη θέση της Ρωσίας ως προστάτιδας δύναμης των Ορθοδόξων Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παρέχοντας στους Έλληνες σημαντικές ωφέλειες (όπως το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος), δεν αποτέλεσε από ρωσικής πλευράς επίτευγμα των παραδοσιακών ρωσικών ελίτ, αλλά αποτέλεσε επίτευγμα της πανούργας και πολιτικώς ευφυέστατης Γερμανίδας Πριγκίπισσας Σοφίας του Άνχαλτ-Τσέρμπστ (Anhalt-Zerbst), η οποία είναι γνωστότερη ως Τσαρίνα Αικατερίνη Β´ της Ρωσίας, η επονομαζόμενη Μεγάλη. Το 1744, η Μεγάλη Αικατερίνη, έχοντας γίνει προηγουμένως μέλος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (λαμβάνοντας το όνομα Αικατερίνη), νυμφεύθηκε τον διάδοχο του ρωσικού θρόνου, Μέγα Δούκα Πέτρο Γ´, ο οποίος επέδειξε εξαιρετική ανικανότητα και άγνοια στα πεδία της πολιτικής, της στρατιωτικής διοίκησης και του πολιτισμού. Ο Μέγας Δούκας Πέτρος Γ´ δεν δίστασε να παραιτηθεί από τις κατακτήσεις που είχε επιτύχει σε βάρος της Πρωσίας στον Επταετή Πόλεμο (1756–63), να υιοθετήσει μια λουθηρανική προσέγγιση του Χριστιανισμού, και να δεχθεί Πρώσους αξιωματούχους στον Ρωσικό Στρατό. Εξ ου και, τελικώς, το 1762, με τη βοήθεια της αυτοκρατορικής Φρουράς και την υποστήριξη σημαντικού μέρους της ρωσικής αριστοκρατίας, η Μεγάλη Αικατερίνη ανέτρεψε και φυλάκισε τον σύζυγό της, Πέτρο Γ´ (ο οποίος τελικώς πέθανε στη φυλακή), και ανήλθε η ίδια στον θρόνο της Ρωσίας. Στο πλαίσιο των ευφυών γεωστρατηγικών υπολογισμών και εκτιμήσεών της, η Μεγάλη Αικατερίνη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ρωσική Αυτοκρατορία έπρεπε να ελέγχει την Κριμαία και τον Καύκασο, και να χρησιμοποιήσει τη θρησκεία για να μπορεί να παρεμβαίνει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως η προστάτιδα δύναμη των ορθοδόξων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πράγματι, πέτυχε όλους αυτούς τους στόχους της με Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Έστω, λοιπόν, και στο πλαίσιο «στενών» γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων και υπολογισμών, η Μεγάλη Αικατερίνη ήταν αυτή που ανέλαβε και πραγματοποίησε τη σημαντικότερη ρωσική πολιτική πρωτοβουλία νεοβυζαντινής υφής, υπό την έννοια ότι είχε ένα ― έστω και εργαλειακό ― νεοβυζαντινό, ορθόδοξο χριστιανικό πολιτιστικό υπόβαθρο.

Στο πλαίσιο του πολιτικού προσανατολισμού του Μαυροκορδάτου προς τη νεοτερική Δύση, ο Μαυροκορδάτος, ο Ιταλός φιλελεύθερος δικηγόρος, Καρμπονάρος και φιλέλληνας Βιντσέντζο Γκαλίνα (Vincenzo Gallina) και ο Θεόδωρος Νέγρης, καταγόμενος από παλαιά οικογένεια Φαναριωτών της Γένοβας και μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, συνέταξαν το πρώτο σύνταγμα της Ελλάδας, το οποίο ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου 1822 στο πλαίσιο της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου. Επίσης, στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, συντάχθηκε η «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος» με την καθοριστική συμβολή του νομικού Αναστασίου Πολυζωίδη, ο οποίος ήταν ομοϊδεάτης και πολιτικός υποστηρικτής του Μαυροκορδάτου, και αργότερα ανέλαβε θέσεις υπουργού Παιδείας, νομάρχη, μέλους του Αρείου Πάγου, και του Συμβουλίου της Επικρατείας στο νεοπαγές Ελληνικό Κράτος.

Στην έκρηξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της χρονικής περιόδου  1823–25, μέσα στην Ελληνική Επανάσταση, συνέβαλαν καθοριστικά κυρίως οι εξής δύο λόγοι:  Ο πρώτος λόγος ήταν ότι οι κινητήριες δυνάμεις της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 δεν ήταν οργανωμένες με βάση ένα κοινό και σαφές στρατηγικό όραμα για το μέλλον και την πορεία του Ελληνισμού στην εποχή της νεοτερικότητας. Η ηγεσία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ήταν πολυσυλλεκτική, θα λέγαμε μάλιστα και ετερόκλητη, τόσο πνευματικώς (υπό την έννοια του πολιτιστικού προτύπου που ενστερνιζόταν η κάθε συνιστώσα της ελληνικής επαναστατικής ηγεσίας) όσο και πολιτικο-κοινωνικώς (υπό την έννοια του πολιτικο-κοινωνικού προτύπου που ενστερνιζόταν η κάθε συνιστώσα της ελληνικής επαναστατικής ηγεσίας). Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι, σε μεγάλο ποσοστό ―ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών και των ιδεωδών των επιμέρους συνιστωσών της ελληνικής επαναστατικής ηγεσίας― τα μέλη της ελληνικής επαναστατικής ηγεσίας δεν διέθεταν την απαιτούμενη πνευματική και πολιτική παιδεία για να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν ορθώς το ιστορικό τους περιβάλλον, την ελληνική ιδιαιτερότητα και τους εναλλακτικούς τρόπους με τους οποίους μια υποτελής κοινότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα μπορούσε να μετατραπεί σε ανεξάρτητο κράτος. Η πνευματική και πολιτική παιδεία της ελληνικής επαναστατικής ηγεσίας ήταν τόσο περιορισμένη ώστε ο εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων, αντί τουλάχιστον να φέρει στην επιφάνεια ευθέως και, ει δυνατόν, να επιλύσει θεμελιώδη ταυτοτικά-υπαρξιακά ζητήματα του νέου Ελληνισμού και της Ελληνικής Επανάστασης, διεξήχθη με βάση το επιφανειακό δίπολο πρόκριτοι εναντίον στρατιωτικών, διατηρώντας τις υποκείμενες αντιθέσεις και αντιφάσεις αναφορικώς με μείζονα ταυτοτικά-υπαρξιακά ζητήματα ατελώς εκφρασμένες, αλλά και εν πολλοίς οριοθετημένες σε ένα παρασκηνιακό και συχνά υποσυνείδητο πεδίο μάχης.

Οι κύριες δυνάμεις που συγκρούστηκαν μεταξύ τους στο πλαίσιο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ήταν οι πρόκριτοι (κυρίως της Πελοποννήσου συνεπικουρούμενοι από προκρίτους της Στερεάς Ελλάδας και των νησιών) από τη μια πλευρά και οι στρατιωτικοί από την άλλη. Οι στρατιωτικοί αποτελούσαν μια νεοπαγή κοινωνική δύναμη, καθώς η συντριπτική τους πλειοψηφία αναδείχθηκε μέσα από τις μάχες της Ελληνικής Επανάστασης (ιδιαιτέρως μέσα από τις μεγάλες μάχες της χρονικής περιόδου 1821–23), και δεν είχε προγενέστερη στρατιωτική εμπειρία ούτε προγενέστερη κοινωνική καταξίωση. Το κύριο αντικείμενο της σύγκρουσης μεταξύ των προκρίτων και των στρατιωτικών ήταν η κατανομή της εξουσίας μεταξύ τους στο υπό συγκρότηση νεοελληνικό κράτος, και, πέραν του ζητήματος της κατανομής της εξουσίας, δεν διέθεταν άλλα σαφώς διατυπωμένα αιτήματα. Η αντιπαράθεση μεταξύ τους οξύνθηκε όταν η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση σύναψε δανειακή σύμβαση με την Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου (London Greek Committee), η οποία εκπροσωπούνταν στη δανειακή σύμβαση από τους Βρετανούς βουλευτές Τζόσεφ Χιούμ (Joseph Hume) και Έντουαρντ Έλις (Edward Ellice) και την εταιρεία Loughnan and Son, καθώς πλέον πρόκριτοι και στρατιωτικοί συγκρούονταν μεταξύ τους για τη διαχείριση αυτού του δανείου. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος υπό τη μορφή της αντιπαράθεσης μεταξύ γηγενών Πελοποννησίων αρχόντων και νέων στρατιωτικών κοινωνικών δυνάμεων έληξε αναγκαστικά εξαιτίας της νίκης που κατάφεραν οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις του Οθωμανού σουλτάνου και του Αιγυπτίου Ιμπραήμ Πασά εναντίον των Ελλήνων στην Πελοπόννησο το 1825. Αυτό το γεγονός σηματοδότησε και προκάλεσε μια υποχώρηση του επαναστατικού πνεύματος των Ελλήνων καθώς και την αύξηση της εξάρτησης των Ελλήνων από εξωτερικούς παράγοντες, κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.

Τελικώς, στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο της χρονικής περιόδου  1823–25, ηττήθηκαν οι στρατιωτικοί από τους προκρίτους, αφού, άλλωστε, οι περισσότεροι Έλληνες στρατιωτικοί ― με λίγες εξαιρέσεις στρατιωτικών, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει σε οργανωμένους στρατούς δυτικών κρατών στα Επτάνησα ― δεν ήταν τακτικοί στρατιωτικοί, δεν είχαν ισχυρά κοινωνικά ερείσματα μεταξύ των Ελλήνων, δεν είχαν γνώση σύγχρονων στρατηγικών και, βεβαίως, δεν κόμιζαν μια στρατηγική πρόταση για την οργάνωση της νεοελληνικής κοινωνίας. Το 1825, στο πλαίσιο της βαθιάς κρίσης στην οποία περιέπεσε η Ελληνική Επανάσταση και της υποχώρησης του ελληνικού επαναστατικού πνεύματος, ο τότε γενικός γραμματέας του Εκτελεστικού Σώματος των Ελλήνων, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, κατόπιν μυστικών συνεννοήσεων με τον τότε Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Κάνινγκ (George Canning) και με άλλα ηγετικά στελέχη της αγγλόφιλης παράταξης των Ελλήνων, όπως ο Διονύσιος Ρώμας και ο Σπυρίδων Τρικούπης, υπέβαλε προς το υπουργικό συμβούλιο της ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης, η οποία τότε είχε πρόεδρο τον Γεώργιο Κουντουριώτη, «σχέδιον αναφοράς» σύμφωνα με το οποίο: το ελληνικό έθνος «δυνάμει της παρούσης πράξεως εκθέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της εαυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την απόλυτον υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας». Το προαναφερθέν σχέδιο, το οποίο ουσιαστικώς μετέτρεπε την Ελλάδα σε προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας, είναι γνωστό ως η Πράξη της Υποτέλειας του 1825, και απεστάλη επισήμως από την ελληνική κυβέρνηση προς το υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, έχοντας, στις 24 Ιουλίου 1825, υπογραφεί από πολλούς εκκλησιαστικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης, μεταξύ των οποίων ήταν το Βουλευτικό Σώμα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτας Πορφύριος. Ωστόσο, το προαναφερθέν σχέδιο βρετανικής προστασίας δεν υπέγραψαν ο Ιωάννης Κωλέττης, αρχηγός της γαλλόφιλης παράταξης των Ελλήνων, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Νικήτας ή Νικηταράς κ.ά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, τον Μάιο του 1825, ο Ιωάννης Κωλέττης ήλθε σε επαφή με τον Δούκα της Αυρηλίας Λουδοβίκο-Φίλιππο, ο οποίος αργότερα βασίλευσε επί των Γάλλων, και προωθούσε την πρόταση να γίνει ο Δούκας του Νεμούρ (ο οποίος ήταν ο δευτερότοκος υιός του Δούκα της Αυρηλίας) βασιλέας της Ελλάδας. Η υποστήριξη του Κωλέττη προς τον Δούκα του Νεμούρ οφειλόταν στο γεγονός ότι η Δυναστεία στην οποία ανήκε ο Δούκας του Νεμούρ υποστήριζε το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας, το οποίο προέκρινε και ο Κωλέττης. Εξ ου και ο Κωλέττης ήταν από τα λίγα μέλη της ελληνικής επαναστατικής ηγεσίας που δεν υπέγραψαν την προαναφερθείσα αίτηση προστασίας του νεοελληνικού κράτους προς τη Μεγάλη Βρετανία.

Επειδή ο Κάνινγκ υποδέχθηκε την Πράξη της Υποτέλειας των Ελλήνων του 1825 με πολύ επιφυλακτικό τρόπο στο πλαίσιο της βρετανικής Realpolitik, δυσαρέστησε πολλούς ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης, και, γι’ αυτόν τον λόγο, διάφορες ομάδες και τάσεις των ηγετών της Ελληνικής Επανάστασης επιδόθηκαν εν συνεχεία σε έναν αγώνα σύνταξης και αποστολής παρόμοιου ήθους και περιεχομένου υπομνημάτων υποτέλειας προς διαφόρους εξωτερικούς παράγοντες. Συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο του 1825, έφθασε στην Αγία Πετρούπολη μια «Πράξη Υποτέλειας προς τη Ρωσία» υπογεγραμμένη, μεταξύ άλλων, από τον Θ. Κολοκοτρώνη, τον Δ. Υψηλάντη και τον Νικηταρά, και φυσικά καλωσορίστηκε από τον φιλοπόλεμο Ρώσο Τσάρο Νικόλαο Α´ και την κυβέρνησή του, έστω και μόνο επειδή έφερε τις υπογραφές ορισμένων ηγετικών παραγόντων της Ελληνικής Επανάστασης οι οποίοι λίγο πριν είχαν επιδείξει υποτελή στάση προς τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ τώρα πλέον ομολογούσαν την πολιτική μεταστροφή τους και την ένταξή τους στη ρωσόφιλη παράταξη των Ελλήνων.[vii] Επίσης, στις 23 Μαρτίου 1826, ο Γεώργιος Βιτάλης, ένας Ζακυνθινός λόγιος, ο οποίος ανήκε στη γαλλόφιλη παράταξη των Ελλήνων και είχε έλθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τον Γάλλο πρωθυπουργό Ζοζέφ ντε Βιλέλ (Joseph de Villèle), έφθασε στη Μασσαλία μεταφέροντας προς τον Δούκα της Ορλεάνης μια αναφορά υπογεγραμμένη από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Κωλέττη, τον Λόντο, τον Ζαΐμη κ.ά. οι οποίοι του ζητούσαν να επιτρέψει στον Δούκα του Νεμούρ να αποδεχθεί τον θρόνο της Ελλάδας και να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς συνταγματικής μοναρχίας για τους Έλληνες .[viii]

Γενικώς, διαπιστώνουμε ότι το έλλειμμα πνευματικής και πολιτικής παιδείας των κοινωνικών δυνάμεων που αποτέλεσαν τις κινητήριες και ηγετικές δυνάμεις της Ελληνικής Επανάστασης και των πρώτων ελληνικών κυβερνήσεων όχι μόνο δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση και εφαρμογή ενός σαφούς και συνεκτικού επαναστατικού οράματος, αλλά και άφησε άλυτα θεμελιώδη ταυτοτικά-υπαρξιακά ζητήματα του νέου Ελληνισμού, και σταδιακώς μετέτρεψε τους περισσότερους ηγετικούς παράγοντες της Ελληνικής Επανάστασης και των πρώτων ελληνικών κυβερνήσεων σε μέλη πολιτικών κομμάτων που αναφέρονταν ευθέως σε ξένες δυνάμεις. Συγκεκριμένα, το αγγλικό κόμμα, στο οποίο διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εμπνεόταν κυρίως από τον βρετανικό εθνοαστισμό και φιλελευθερισμό· το γαλλικό κόμμα, στο οποίο διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο ο Ιωάννης Κωλέττης, εμπνεόταν από τη ναπολεόντεια πολιτική παράδοση και τη μιλιταριστική σκέψη της Γαλλίας· και το ρωσικό κόμμα, στο οποίο διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο ο Κεφαλονίτης αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, διπλωμάτης και πολιτικός κόμης Ανδρέας Μεταξάς, εμπνεόταν κυρίως από τις συντηρητικές τάσεις και ιδέες της τσαρικής Ρωσίας.

Επί πλέον, παρά την υψηλή πολιτική του εκπαίδευση και εμπειρία και παρά τα σημαντικά του πολιτικά επιτεύγματα, ούτε ο Ιωάννης Καποδίστριας μπόρεσε να αρθρώσει έναν ιδιαίτερο πολιτικό λόγο (υπό την έννοια του θεμελιώδους τρόπου σκέψης και νοηματοδότησης του βίου) ικανό να εκφράσει την ελληνική ιδιαιτερότητα και να οργανώσει αποτελεσματικώς την ελληνική κοινωνία.[v] Στις 30 Μαρτίου 1827, σε μια εποχή που η Ελληνική Επανάσταση καρκινοβατούσε, η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1816 έως το 1822, πρώτο Κυβερνήτη του Ελληνικού Κράτους. Αρχήθεν κατέστη εμφανής μια σημαντική αντίφαση και αντίθεση μεταξύ του ήθους των τοπικών κοινωνιών και του ήθους του Ιωάννη Καποδίστρια. Ενώ ο Καποδίστριας εκλήθη να κυβερνήσει σύμφωνα με το δημοκρατικό σύνταγμα της Τροιζήνας, εκείνος, ως οπαδός του κεντροευρωπαϊκού και του ρωσικού προτύπου της πεφωτισμένης δεσποτείας και του ηπειρωτικοευρωπαϊκού ρασιοναλισμού, ανέστειλε το σύνταγμα της Τροιζήνας, επιτυγχάνοντας την έγκριση αυτής της πολιτικής του από τη Βουλή, η οποία ενέκρινε ψήφισμα περί αναστολής του συντάγματος στις 18 Ιανουαρίου 1828 και κατέστησε τον Κυβερνήτη μοναδική πηγή εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, συνεπικουρούμενο από το Πανελλήνιο, ένα συμβουλευτικό σώμα αποτελούμενο από είκοσι επτά μέλη. Ο Καποδίστριας είχε βαθιά καλλιεργημένη ηθική συνείδηση και σημαντικές πολιτικές γνώσεις και πολιτικές αρετές, αλλά διέπραξε ένα στρατηγικό πολιτικό λάθος: υποτίμησε το χάσμα που χώριζε το θεσμικό σύστημα το οποίο ήθελε να εγκαθιδρύσει από το πολιτιστικό επίπεδο της νεοελληνικής κοινωνίας, την οποία ανέλαβε να κυβερνήσει, και δεν μερίμνησε ώστε, κατ’ αντιστοιχία προς την ανασυγκρότηση των εξωτερικών υπαρξιακών συνθηκών (δηλαδή, των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών) των Νεοελλήνων, να ανασυγκροτήσει και τις εσωτερικές υπαρξιακές συνθήκες των Νεοελλήνων, δηλαδή, τα ψυχικά τους περιεχόμενα. Εξ ου και, τελικώς, το πνευματικό χάσμα που χώριζε την πολιτική του Καποδίστρια από επιμέρους εγχώρια και εξωτερικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα απέβη μοιραίο καθώς προκάλεσε τη δολοφονία του Καποδίστρια το 1831.

Τελικώς, με το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους (γνωστό και ως Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830), το οποίο υπεγράφη στις 3 Φεβρουαρίου 1830 από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, αναγνωρίστηκε μεν η Ελλάδα ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, αλλά ουσιαστικώς δημιουργήθηκε ένα νεοελληνικό κράτος το οποίο ήταν, βάσει συμφωνημένων ποσοστώσεων, ένα προτεκτοράτο και γεωπολιτικό εργαλείο των τριών εγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων (δηλαδή, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας). Μάλιστα, οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις του νεοελληνικού κράτους, οι οποίες συνυπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, ήταν αυτές που όρισαν τόσο το πρώτο πολίτευμα του τυπικώς ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους, το οποίο ήταν η μοναρχία, όσο και τον πρώτο μονάρχη του τυπικώς ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους, ο οποίος ήταν ο ανήλικος τότε Βαυαρός Πρίγκιπας Όθων (Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach), εγκαινιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο επισήμως μια μακρά πολιτική συστηματικών και στρατηγικών παρεμβάσεων ξένων δυνάμεων στο νεοελληνικό κράτος.

Παρ’ ότι η Μεγάλη Βρετανία είχε επιφυλάξεις ως προς την επιλογή του Όθωνα για το αξίωμα του βασιλέα της Ελλάδας λόγω του γεωστρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων, ο Βαυαρός Αντιβασιλέας Γιόζεφ Λούντβιχ φον Άρμανσπεργκ (Joseph Ludwig von Armansperg) ―ο οποίος ήταν ο πρόεδρος του Ιδιαιτέρου Συμβουλίου του Όθωνα, και, όταν ενηλικιώθηκε ο Όθων, το 1835, ο φον Άρμανσπεργκ ορίστηκε αρχιγραμματέας (πρωθυπουργός)― είχε στενή συνεργασία με τη βρετανική εξωτερική πολιτική. Συγκεκριμένα, ο Γιόζεφ Λούντβιχ φον Άρμανσπεργκ συνεργαζόταν στενά με τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα, υποκόμη Ρίτσαρντ Λάιονς (Richard Lyons, 1st Viscount Lyons), ο οποίος έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και εμπιστοσύνης από τη Βασίλισσα Βικτόρια της Μεγάλης Βρετανίας και δημιούργησε ένα σημαντικό δίκτυο για την προώθηση της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής στην Αθήνα. Όταν δε, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853–56) ―στον οποίο συγκρούστηκε η Ρωσική Αυτοκρατορία με μια συμμαχία την οποία αποτελούσαν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Σαρδηνία― ο Όθων και η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησαν να αυτονομηθούν από τη βρετανική πολιτική και να συμμαχήσουν με τη Ρωσία, με σκοπό να απελευθερώσουν Έλληνες της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, οι οποίοι ήταν υποτελείς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας έθεσαν για τρία χρόνια υπό τον έλεγχό τους την Αθήνα και τον Πειραιά (1854–57), ανέτρεψαν την ελληνική κυβέρνηση του Αντωνίου Κριεζή, και επέβαλαν τον βετεράνο αγγλόφιλο πολιτικό Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο ως πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία έγινε γνωστή ως «Υπουργείο Κατοχής», και τον γαλλόφιλο πολιτικό και στρατιωτικό Δημήτριο Καλλέργη ως υπουργό Στρατιωτικών, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία να αποτρέψουν εθνικοαπελευθερωτικές κινήσεις Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη σύναψη μιας στρατηγικής συμμαχίας μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων.

Η μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα οδηγεί σαφώς στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη ενιαίου και ενοποιητικού στρατηγικού υπαρξιακού λόγου από το νεοελληνικό ιστορικό υποκείμενο (τόσο στο επίπεδο του κράτους όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας) σε συνδυασμό με την εργαλειοποίηση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και του νεοελληνικού κράτους από ξένες δυνάμεις για χάρη και στο πλαίσιο δικών τους πολιτικών, οικονομικών και γεωστρατηγικών υπολογισμών και σχεδιασμών προσδιόρισαν τον πολιτισμό, την πολιτική και τις επικρατούσες νοοτροπίες του νεοελληνικού κράτους και, γενικώς, της νεοελληνικής κοινωνίας. Εξ ου και, ως επί το πλείστον, οι άρχουσες νεοελληνικές ελίτ στα πεδία της πολιτικής, της οικονομίας και του πνεύματος, περιλαμβανομένης της «εθνικής-κρατικής» Εκκλησίας της Ελλάδας, μιμούνται δυτικούς κοινωνικο-πολιτικούς θεσμούς κατά τρόπο παθητικό και συνήθως φορμαλιστικό, χωρίς να υπεισέρχονται στις υποκείμενες πνευματικές προϋποθέσεις των δυτικών κοινωνικο-πολιτικών θεσμών και χωρίς να επιδιώκουν είτε σοβαρές αντιπαραθέσεις είτε σοβαρές συνθέσεις μεταξύ παραδοσιακών ελληνικών πολιτιστικών αρχών και στοιχείων της νεοτερικότητας, ενώ συγχρόνως αναπαράγουν οθωμανικές δομές και νοοτροπίες (όπως παρασιτικές κρατικές γραφειοκρατίες, η επιβολή ενός γενικευμένου συστήματος άτυπων δικτύων πελατειακών σχέσεων και διαφθοράς σε όλους τους κοινωνικούς και κρατικούς θεσμούς, η διαπλοκή μεταξύ κράτους και επιχειρηματιών, αναξιοκρατία και διοικητική αυθαιρεσία, η συστηματική παραβίαση της αρχής της ασφαλείας και βεβαιότητας του δικαίου, δεισιδαιμονικές και τυπολατρικές μορφές θρησκευτικότητας, η εκδήλωση δουλικού φρονήματος προς όποιον επιδεικνύει υλική δύναμη κ.λπ.) μέσα στο πλαίσιο του νεοτερικού, αστικού νεοελληνικού κράτους. Κατά συνέπεια, αποτιμώντας την πορεία του νεοελληνικού κράτους από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, διαπιστώνεται εύκολα ότι το νεοελληνικό κράτος είναι χρήσιμο σε ξένες δυνάμεις για διαφόρους πολιτικούς, οικονομικούς και γεωστρατηγικούς λόγους, και αποτελεί έναν μεγάλο, πολιτικώς και οικονομικώς ωφέλιμο πόρο προς απομύζηση εκ μέρους των εγχώριων νεοελληνικών ελίτ και γραφειοκρατιών, αλλά καθ’ εαυτό το νεοελληνικό κράτος είναι πνευματικώς ασήμαντο, και, εξαιτίας της πνευματικής του ασημαντότητας, δεν μπορεί να αποτελέσει αυτόνομο και δημιουργικό πολιτικό δρώντα.

Αξίζει να επισημανθεί ότι ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης, στο βιβλίο του Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι Φιλοσοφικές Ιδέες (Αθήνα: Θεμέλιο, 2008), αποφαίνεται ορθώς ότι οι εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού όχι μόνο δανείστηκαν τις ιδέες τους από αντίστοιχα ευρωπαϊκά ρεύματα, αλλά αυτός ο δανεισμός υπήρξε «ελάχιστα γόνιμος» από την άποψη του θεωρητικού στοχασμού, τόσο διότι, όπως προανέφερα, η νεοελληνική κοινωνία, ως επί το πλείστον, δεν διέθετε έναν ενιαίο και ενοποιητικό στρατηγικό, υπαρξιακό λόγο όσο και επειδή, όπως αποφαίνεται ο Κονδύλης, οι πνευματικές ανάγκες της νεοελληνικής κοινωνίας ήταν «πολύ ισχνές και μπορούσαν να ικανοποιηθούν από δεύτερο και τρίτο χέρι, όπως και από έργα δεύτερης και τρίτης σειράς».[ix] Στην Αρχαιότητα, όταν υπήρχε ένας ισχυρός και γνησίως δημιουργικός ελληνικός πολιτισμός, έχοντας ως κοιτίδα του το Αιγαίο, όπου δημιουργήθηκαν όλες οι μορφές τέχνης και έκφρασης και καλλιεργήθηκε ο φιλοσοφικός στοχασμός, ο Ελληνισμός του Αιγαίου λειτούργησε σαν ένα πρίσμα, υπό την έννοια ότι προσήλκυσε ακτίνες φωτός, δηλαδή, πνευματικά επιτεύγματα, από κάθε περιοχή (και από διαφορετικούς πολιτισμούς), τις συνέθεσε και τις επεξεργάστηκε σύμφωνα με την ελληνική πνευματικότητα, και εν συνεχεία τις διέχυσε προς όλο τον κόσμο.[x] Αντιθέτως, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν μπόρεσε να κάνει μια πρωτογενή, θεμελιωδώς ελληνική σύνθεση και επεξεργασία των στοιχείων που προσέλαβε από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, και, γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, σε αντίθεση προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, περιοριζόμενος σε μια κατά βάση μεταπρατική λειτουργία, δεν μπόρεσε να προσφέρει τίποτε σημαντικό στον υπόλοιπο κόσμο.

Ακόμη και η «επανανακάλυψη» του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος και η επίκλησή του, προκειμένου να αποτελέσει την ιστορική και πολιτιστική βάση της νεοελληνικής ταυτότητας, εκ μέρους της νεοελληνικής κοινωνίας του δεκάτου ενάτου αιώνα και ιδιαιτέρως εκ μέρους των νεοελληνικών ελίτ ήταν, ως επί το πλείστον, διηθισμένες μέσω του Κλασσικισμού της Βαϊμάρης. Ο Κλασσικισμός της Βαϊμάρης ήταν ένα γερμανικό φιλολογικό και πολιτιστικό κίνημα το οποίο άκμασε στη Γερμανία κυρίως κατά τη χρονική περίοδο 1772–1805, και συνίστατο σε έναν νέο ανθρωπισμό ο οποίος βασιζόταν σε μια σύνθεση μεταξύ του Ρομαντισμού, του Νεοκλασσικισμού της δυτικής Ευρώπης του δεκάτου ογδόου αιώνα και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Οι πιο επιδραστικοί παραδειγματικοί εκπρόσωποι του Κλασσικισμού της Βαϊμάρης ήταν ο Γίοχαν Βόλφγκανγκ φον Γκέτε (Johann Wolfgang von Goethe), ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ (Johann Gottfried Herder), ο Φρίντριχ Σίλερ (Friedrich Schiller) και ο Κρίστοφ Μάρτιν Βίλαντ (Christoph Martin Wieland).

Η Υπαρξιακή Ελαφρότητα και η Ελλειμματική Προσωπικότητα του Νεοελληνικού Ιστορικού Υποκειμένου

Εκτός από το ότι δεν επιτρέπει στον νέο ή νεοτερικό Ελληνισμό να γίνει ένα πνευματικώς σημαντικό ιστορικό υποκείμενο, η έλλειψη ενιαίου και ενοποιητικού στρατηγικού υπαρξιακού λόγου η οποία μαστίζει το νεοελληνικό κράτος ήδη από την εποχή της κυοφορίας του στη συνείδηση των μελών της Φιλικής Εταιρείας έχει επίσης ως συνέπεια μια ατελή μορφή εθνικής ενότητας του νεοελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα, η εθνική ενότητα του νεοελληνικού κράτους δεν βασίζεται σε μια στρατηγική υπαρξιακή πρόταση, δηλαδή, σε ένα ολοκληρωμένο και διαυγασμένο, νεοελληνικό ιδεώδες ανθρώπου, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί τον υπερβατικό καθοδηγητικό ιδεότυπο της νεοελληνικής κοινωνίας. Η μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εθνική ενότητα του νεοελληνικού κράτους βασίζεται κυρίως σε ένστικτα (κυρίως στο ένστικτο της επιβίωσης και σε αγελαίες τάσεις των μαζών), συναισθήματα (όπως ο φόβος, η υπερηφάνεια, η φιλοδοξία κ.ο.κ.), και δίκτυα επιμέρους (εγχώριων και ξένων) ιδιοτελών συμφερόντων που συναρτώνται με το νεοελληνικό κράτος. Μάλιστα, αυτή η ατελής (κυρίως φορμαλιστική, ενστικτώδης, συναισθηματική, κερδοσκοπική και επιτελεστική) μορφή εθνικής ενότητας του νεοελληνικού κράτους έχει καταρρεύσει αρκετές φορές, κυρίως όταν οι αντιθέσεις και αντιφάσεις μεταξύ επιμέρους απόψεων, αντιλήψεων, ιδεολογιών και συμφερόντων δεν μπορούσαν να ενταχθούν, να λειτουργήσουν και τελικώς να υπερβαθούν μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ελληνικού πολιτισμού και στο όνομα ενός υπερβατικού ελληνικού λόγου.

Εκτός από την περίπτωση του εμφυλίου πολέμου που εξερράγη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ένα άλλο σημαντικό παράδειγμα κατάρρευσης της ατελούς μορφής εθνικής ενότητας του νεοελληνικού κράτους είναι ο εθνικός διχασμός της χρονικής περιόδου 1916–17. Ο εθνικός διχασμός της χρονικής περιόδου 1916–17, ο οποίος είναι γνωστός και ως η αντιπαλότητα μεταξύ του «στρατοπέδου» του Βενιζελισμού και του «στρατοπέδου» του Κωνσταντινισμού, είναι η σύγκρουση μεταξύ των δύο ισχυρότερων συνιστωσών του νεοελληνικού πολιτικού κατεστημένου των αρχών του εικοστού αιώνα, καθώς αυτές οι δύο συνιστώσες προσπάθησαν να καλύψουν το έλλειμμα ιδιαίτερου νεοελληνικού λόγου με την υιοθέτηση και προώθηση διαφορετικών δυτικοευρωπαϊκών λόγων και πολιτικών στρατηγικών.

 

Το «στρατόπεδο» του Βενιζελισμού ―με ηγέτη φυσικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ίδρυσε το Κόμμα Φιλελευθέρων το 1910― προσπάθησε να καλύψει το έλλειμμα ιδιαίτερου νεοελληνικού λόγου (δηλαδή, την ανυπαρξία ενός σαφώς και συνειδητώς συγκροτημένου νεοελληνικού θεμελιώδους τρόπου σκέψης και νοηματοδότησης του βίου) και να παράσχει έναν στρατηγικό προσανατολισμό στη νεοελληνική κοινωνία μέσω της υιοθέτησης και προώθησης του λόγου του αγγλογαλλικού αστικού φιλελευθερισμού και του αγγλογαλλικού καπιταλιστικού αναπτυξιακού προτύπου. Ο Βενιζέλος ήταν μέλος της Συμβολικής Στοάς «Αθηνά» της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, και, διά μέσου αγγλικών τεκτονικών και πολιτικών δικτύων, είχε γαλουχηθεί στη σύγχρονή του εθνοαστική πολιτική σκέψη όπως την είχε διαμορφώσει και την προωθούσε το βρετανικό πολιτικό κατεστημένο. Στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία υποστήριξαν οικονομικώς και πολιτικώς τον Ελευθέριο Βενιζέλο προκειμένου να κατορθώσει να εκλεγεί πρωθυπουργός της Ελλάδας για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο παρά τω πλευρώ της Entente Cordialle (Εγκάρδιας Συνεννόησης), γνωστή απλούστερα ως Αντάντ, όπως ονομάστηκε η συμμαχία Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας.[xi]

Από την άλλη πλευρά, το «στρατόπεδο» του Κωνσταντινισμού ―του οποίου η ηγεσία αποτελούνταν από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Α´ και την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος― προσπάθησε να καλύψει το έλλειμμα ιδιαίτερου νεοελληνικού λόγου και να παράσχει έναν στρατηγικό προσανατολισμό στη νεοελληνική κοινωνία μέσω της υιοθέτησης και προώθησης του λόγου του κεντροευρωπαϊκού συντηρητισμού και του κεντροευρωπαϊκού καπιταλιστικού αναπτυξιακού προτύπου. Στο πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα, στην Ελλάδα, ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε ο παραδειγματικός εκπρόσωπος ενός φασιστικού συστήματος υποταγμένου στις μεγαλοαστικές τάξεις της Ελλάδας και της Γερμανίας, και, όταν ήταν συγχρόνως δικτάτωρ της Ελλάδας και αξιωματούχος του ελληνικού Ελευθεροτεκτονισμού, κατόρθωσε να υποτάξει τη Μεγάλη Στοά της Ελλάδος στο καθεστώς του. Το 1915, ο Μεταξάς μαζί με τον Γεώργιο Στρέιτ (διακεκριμένο Έλληνα διπλωμάτη, πολιτικό και ακαδημαϊκό), τον Σοφοκλή Δούσμανη (ναύαρχο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού) και τη Βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας (κόρη του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ´ της Γερμανίας και αδελφή του Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β´ της Γερμανίας) συγκρότησαν ένα ισχυρό φιλογερμανικό δίκτυο για τον επηρεασμό του Βασιλέα Κωνσταντίνου Α´ της Ελλάδας και του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτόν τον λόγο, τον Αύγουστο του 1916, ύστερα από αιτήματα της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, ο Έλληνας Βασιλέας Κωνσταντίνος Α´ αναγκάστηκε να απομακρύνει τον Μεταξά από το Γενικό Επιτελείο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Επίσης, το 1916, μετά από τη δικτατορική επιβολή της φιλοβενιζελικής «Κυβερνήσεως Εθνικής Αμύνης» και την εκθρόνιση του Έλληνα βασιλέα, η Αντάντ (Entente), ενεργώντας ως επικυρίαρχος της Ελλάδας, απέστειλε προς τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο πολιτικώς ανεπιθύμητων βασιλοφρόνων που θα έπρεπε να εξοριστούν. Σε εκείνον τον κατάλογο, περιλαμβανόταν και ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος, το 1917, εξορίστηκε στην Ιταλία.

Ωστόσο, μέσω του Ελευθεροτεκτονισμού και φασιστικών πολιτικών δικτύων, ο Μεταξάς μπόρεσε να δημιουργήσει ένα σύστημα προστασίας του ίδιου και των πολιτικών φίλων του στην Ιταλία.[xii] Αναφορικώς με τη σχέση του Ιωάννη Μεταξά με τον Ελευθεροτεκτονισμό, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Μεταξάς ήταν μέλος της Στοάς «Ησίοδος» της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, και, τη χρονική περίοδο 1921–23, διετέλεσε προϊστάμενος («Σεβάσμιος Διδάσκαλος») εκείνης της Στοάς.[xiii] Μετά από την παλινόρθωση του βασιλέα και των βασιλοφρόνων πολιτικών στην Ελλάδα, ο Μεταξάς επέστρεψε στην Ελλάδα, και, μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ίδρυσε το φασιστικό κόμμα των «Ελευθεροφρόνων».

Αξίζει να σημειωθεί ότι, τον Νοέμβριο του 1922, μετά από την ήττα των Ελλήνων από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία, επιβλήθηκε στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα υπό την ηγεσία τριών βενιζελικών στρατιωτικών: του συνταγματάρχη Νικολάου Πλαστήρα, του συνταγματάρχη Στυλιανού Γονατά και του αντιπλοιάρχου Δημητρίου Φωκά. Η δικτατορία Πλαστήρα–Γονατά–Φωκά οδήγησε σε δίκη τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Συγκεκριμένα, παραπέμφθηκαν σε δίκη, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν ο Δημήτριος Γούναρης (αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός κατά τη χρονική περίοδο 1921–22), ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και πρωθυπουργός το 1922), ο Νικόλαος Στράτος (πρωθυπουργός το 1922, μόνο για μερικές ημέρες, και υπουργός Εσωτερικών το 1922), ο Γεώργιος Μπαλτατζής (υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), ο Νικόλαος Θεοτόκης (υπουργός Στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), ο Γεώργιος Χατζανέστης (διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης), ο Μιχαήλ Γούδας (υποναύαρχος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη) και ο Ξενοφών Στρατηγός (υποστράτηγος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη). Όπως γράφει ο βενιζελικός στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, στον δεύτερο τόμο των Απομνημονευμάτων του, εκτός από τους βενιζελικούς που υποστήριξαν την εκτέλεση των προαναφερθέντων έξι πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων, ο Ιώαννης Μεταξάς υπέδειξε στη δικτατορική κυβέρνηση Πλαστήρα–Γονατά–Φωκά ότι οι προαναφερθέντες έξι πολιτικοί και στρατιωτικοί έπρεπε να δικαστούν πριν γίνουν εκλογές για την Εθνοσυνέλευση, και, παρασκηνιακώς, άσκησε σημαντική πολιτική επιρροή υπέρ της εκτέλεσης τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο Μεταξάς αποσκοπούσε στο να ηγηθεί ο ίδιος στην αντιβενιζελική παράταξη και να τη στρέψει ιδεολογικώς από τον αστικό συντηρητισμό στον φασισμό.

Τελικώς, μετά από μια μακρά χρονική περίοδο πολιτικής αστάθειας, ο Μεταξάς, σε συνεργασία με τον Βασιλέα Γεώργιο Β´ των Ελλήνων, επίσης Ελευθεροτέκτονα, επέβαλε δικτατορικό καθεστώς στις 4 Αυγούστου 1936. Ο Βασιλέας Γεώργιος Β´ των Ελλήνων μυήθηκε στον Ελευθεροτεκτονισμό στο Λονδίνο υπό την αιγίδα της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας, και διετέλεσε προϊστάμενος («Σοφώτατος Ηγεμών») του Ροδοσταυρικού Περιστυλίου «Conjuncta» υπ’ αριθμόν 212 υπό την αιγίδα του Υπάτου Συμβουλίου του 33ου βαθμού του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Τύπου για την Αγγλία, και, το 1942, προήχθη στον 32ο βαθμό από το Ύπατο Συμβούλιο του 33ου βαθμού του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Τύπου για την Αγγλία.

Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, η οποία επεβλήθη στις 4 Αυγούστου 1936 από τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά σε συνεργασία με τον Βασιλέα Γεώργιο Β´, δημιούργησε ένα ισχυρό και αυταρχικό κρατικό σύστημα επί τη βάσει μιας σύνθεσης μεταξύ του κεντροευρωπαϊκού αναπτυξιακού προτύπου και του φασισμού από τη μια πλευρά (που εκπροσωπούσε κυρίως ο Μεταξάς) και της βρετανικής πολιτικής οικονομίας και διπλωματίας από την άλλη πλευρά (που εκπροσωπούσε κυρίως ο Βασιλέας Γεώργιος Β´). Ωστόσο, η προαναφερθείσα αντιπαράθεση μεταξύ του «στρατοπέδου» του Βενιζελισμού και του «στρατοπέδου» του Κωνσταντινισμού είχε μια μακρά και ισχυρή επίδραση στην πολιτική ζωή και στην πολιτική σκέψη της νεοελληνικής κοινωνίας, οριοθετώντας εν πολλοίς τη νεοελληνική πολιτική ζωή και σκέψη σε συγκεκριμένα πολιτικά πλαίσια.

Ένα ακόμη σημαντικό παράδειγμα κατάρρευσης της ατελούς μορφής εθνικής ενότητας του νεοελληνικού κράτους είναι ο εμφύλιος πόλεμος της χρονικής περιόδου 1943–49. Ο εμφύλιος πόλεμος της χρονικής περιόδου 1943–49 είναι αρρήκτως συνδεδεμένος με τις συνθήκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά συγχρόνως αποτελεί έκφραση και απόρροια του ελλειμματικού και διασπασμένου εαυτού του νεοελληνικού κράτους, το οποίο, ακριβώς εξαιτίας του ελλειμματικού και διασπασμένου εαυτού του, είδε και ερμήνευσε τις ιστορικές συνθήκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τρόπο ελλειμματικό και διασπασμένο. Παρά το ισχυρό κρατικό σύστημα και τις σκληρές δομές που δημιούργησε η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, η νεοελληνική κοινωνία συνέχιζε να χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ενιαίου και ενοποιητικού στρατηγικού, υπαρξιακού λόγου και, συνεπακόλουθα, συνέχιζε να πάσχει από έλλειψη πνευματικής ενότητας. Αυτό το γεγονός και οι συνέπειές του εμφανίστηκαν στο ιστορικό προσκήνιο μετά από την κατάλυση του μεταξικού κράτους από τη γερμανική εισβολή. Όταν η ναζιστική Γερμανία κατέλυσε και κατήργησε το τυπικό σύστημα κοινωνικής συγκρότησης της Ελλάδας, συγκεκριμένα, το μεταξικό κράτος, αποκαλύφθηκε και εκδηλώθηκε κατά δραματικό τρόπο η απουσία σοβαρής πνευματικής συγκρότησης και πνευματικής ενότητας από την κοινωνία αυτού του κράτους.

Με το που «αποφλοίωσαν» οι Γερμανοί εισβολείς το «φρούτο» της νεοελληνικής κοινωνίας, δηλαδή, με το που χώρισαν τη νεοελληνική κοινωνία από το κρατικό της επικοδόμημα και περίβλημα, φάνηκαν τα ποιοτικά προβλήματα του καρπού και των σπόρων αυτού του «φρούτου». Συγκεκριμένα, με το που η ναζιστική Γερμανία κατέλυσε και κατήργησε το νεοελληνικό κράτος, προκλήθηκαν σημαντικές κοινωνικές ζυμώσεις, συγκροτήθηκαν καινούργιες συμμαχίες (τόσο μεταξύ Ελλήνων όσο και μεταξύ Ελλήνων και ξένων), και, μέσα από τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Γερμανών κατακτητών (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, παρά την αξία του, είχε μικρότερο εύρος από όσο ισχυρίζεται μια ρομαντική ιστοριογραφία), αναπτύχθηκε η κοινωνική διαπάλη μεταξύ των Ελλήνων. Στην ανάπτυξη της κοινωνικής διαπάλης μεταξύ των Ελλήνων, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το οποίο, διαθέτοντας ισχυρή οργανωτική δομή, ριζοσπαστικοποίησε σημαντικές κοινωνικές δυνάμεις, κυρίως, αλλά όχι μόνο, δημοκρατικής πολιτικής καταγωγής, και εν συνεχεία συγκρούστηκε με τη βρετανική παρουσία, η οποία ήταν συνέπεια της διευθέτησης των ζωνών επιρροής των Συμμάχων στην περιοχή (βάσει της Συμφωνίας των Ποσοστών του 1944 μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Μεγάλης Βρετανίας και βάσει της Συμφωνίας της Γιάλτας του 1945 μεταξύ των Η.Π.Α., της Μεγάλης Βρετανίας και της Σοβιετικής Ένωσης).

Η θεμελιώδης ασυνεννοησία μεταξύ των ελληνικών κοινωνικών δυνάμεων και ο εμφύλιος πόλεμος που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οφείλονταν κυρίως στους εξής δύο λόγους: Ο πρώτος λόγος ήταν ότι το νεοελληνικό κράτος δεν διέθετε έναν ενιαίο και ενοποιητικό στρατηγικό, υπαρξιακό λόγο, γεγονός το οποίο μείωνε σημαντικά τις δυνατότητες ενός μεγάλου μέρους της νεοελληνικής κοινωνίας, περιλαμβανομένων των ελίτ της, να αναπτύσσει υψηλή συνθετική σκέψη και να μεταθέτει το εμπαθές μέρος της ψυχής (έδρα του συναισθήματος) από το κακό και το χαοτικό στο καλό και στο κόσμιο. Ο δεύτερος λόγος ήταν η παραδοσιακή γεωστρατηγική εργαλειοποίηση και η συνεπακόλουθη χειραγώγηση της πολιτικής ζωής του νεοελληνικού κράτους από ξένες δυνάμεις.

Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να επισημανθεί ότι η έλλειψη ενιαίου και ενοποιητικού στρατηγικού, υπαρξιακού λόγου από το νεοελληνικό κράτος και η συνεπακόλουθη αδυναμία των κυριότερων δρώντων και συστατικών ομάδων της νεοελληνικής κοινωνίας να δημιουργήσουν μεγάλα και ισχυρά θεωρητικά και ιδεολογικά συστήματα και ερείσματα και να προκαλέσουν πνευματικώς και πολιτικώς σημαντικές και ισχυρές αντιπαραθέσεις έχουν ως συνέπεια οι Νεοέλληνες, στην πλειοψηφία τους, να μην μπορούν να πραγματοποιήσουν ούτε μεγάλης σημασίας δημιουργικά επιτεύγματα, που θα έτειναν προς την έννοια της κοσμογονίας, ούτε μεγάλης σημασίας καταστροφές, που θα έτειναν προς τις έννοιες της διάλυσης και του εκμηδενισμού. Εξ ου και, από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, η «ελαφρότητα» των νεοελληνικών θεσμών καθώς και η «ρηχότητα» των νεοελληνικών αποφάσεων, πνευματικών συλλήψεων και συνειδησιακών στρατεύσεων δεν επέτρεψαν στους Νεοέλληνες να οικοδομήσουν μεγάλους πολιτισμούς, σαν εκείνους, για παράδειγμα, που δημιούργησε ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός Ελληνισμός, αλλά συγχρόνως δεν επέτρεψαν ούτε την πλήρη διάλυση του νεοελληνικού κοινωνικού ιστού, παρά τις συχνές εκδηλώσεις συγκρούσεων, αντιφάσεων και άλογου πάθους μεταξύ των Νεοελλήνων. Για παράδειγμα, ο εμφύλιος πόλεμος της χρονικής περιόδου 1943–49 προκάλεσε τεράστιες ταλαιπωρίες σε μεγάλο μέρος της νεοελληνικής κοινωνίας (όλων των παρατάξεων), αλλά δεν μπόρεσε να αποκτήσει επαρκές ιδεολογικό και κοινωνικό βάθος και να διατηρηθεί σε ένα υψηλό επίπεδο ιδεολογικού ή και πολιτιστικού πολέμου, και, γι’ αυτόν τον λόγο, συνυφάνθηκε με τοπικούς και προσωπικούς ανταγωνισμούς, ιδιοτελή συμφέροντα, λαφυραγώγηση, συναισθηματικές φαντασιώσεις και παίγνια εξουσίας, με αποτέλεσμα, αντί να επιφέρει μεγάλες κοινωνικο-πολιτιστικές αλλαγές, να αφομοιωθεί, να σβήσει και ύστερα να επανεμφανιστεί μεταλλαγμένος σε νέες ιδεολογικο-πολιτικές αντιπαραθέσεις (όπως στις δεκαετίες του 1960 και του 1970) μέσα στην ίδια νεοελληνική κοινωνία η οποία αποτέλεσε το αρχικό του θέατρο.


[i] Οι Καρμπονάροι (που, στα ιταλικά, σημαίνει καρβουνιάρηδες) ήταν ένα ανεπίσημο δίκτυο μυστικών επαναστατικών εταιρειών που δραστηριοποιήθηκε στην Ιταλία περίπου μεταξύ του 1800 και του 1831. Δημιουργήθηκαν ως μια εντόνως πολιτικοποιημένη παραφυάδα του ιταλικού Τεκτονισμού και του κινήματος των Illuminati με εθνικιστική και φιλελεύθερη ιδεολογία. Ο κύριος σκοπός των Καρμπονάρων ήταν να εγκαθιδρύσουν μια συνταγματική μοναρχία ή ένα ρεπουμπλικανικό καθεστώς, και, γι’ αυτόν τον λόγο, συγκρούστηκαν με τον Βουρβόνο Βασιλέα Φερδινάνδο Α´ των Δύο Σικελιών, με τον Βοναπαρτιστή Βασιλέα Ζοακίμ Μιρά (Joachim Murat) της Νάπολης και με το λεγόμενο Κράτος της Εκκλησίας (μια σειρά εδαφών στην Ιταλική Χερσόνησο υπό την άμεση κυρίαρχη εξουσία του πάπα).

[ii] Eric Hobsbawm, The Age of Revolution: 1789–1848, New York: Vintage, 1996 (έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από την Μαριέτα Οικονομοπούλου, και έχει εκδοθεί από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης).

[iii] Ανδρέας Ριζόπουλος, Ελληνικό Τεκτονικό Εγχειρίδιο, Αθήνα: Εκδόσεις Τετρακτύς, 2002.

[iv] Βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος και Ελένη Κεχαγιόγλου, επιμ., Πρωτοπόροι της Ελληνικής Ελευθερίας, Αθήνα: Alter-Ego ΜΜΕ Α.Ε., 2012· Παναγιώτης Μιχαηλάρης, Οι Φιλικοί, Αθήνα: Alter-Ego ΜΜΕ Α.Ε., 2009.

[v] Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν τρισέγγονος του περίφημου Φαναριώτη ιατρού, πολυγλώσσου και λογίου Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου «του εξ απορρήτων» (1641–1709), ο οποίος, το 1673, διορίστηκε Μέγας Διερμηνέας του Οθωμανού σουλτάνου.

[vi] Το ανωτέρω απόσπασμα παρατίθεται στο εξής σύγγραμμα: Irene Masing-Delic, Exotic Moscow under Western Eyes, Boston: Academic Studies Press, 2009, σελ. 99, σύμφωνα με το παράθεμα του Ντοστογιέφσκι που περιλαμβάνεται στην εξής ρωσική έκδοση: Boris Vysheslavtsev, «Russkaia stikhiia u Dostoevskogo», στο F. M. Dostoevskii 1881–100–1981, London: Overseas Publications Interchange Limited, 1981, σελ. 119.

[vii] Douglas Dakin, The Greek Struggle for Independence: 1821–1833, California: University of California Press, 1973, σελ. 165.

[viii] Όπ.π.

[ix] Βλ. Χρήστος Λούκος, Ιωάννης Καποδίστριας, Αθήνα: Alter-Ego ΜΜΕ Α.Ε., 2010.

[x] Κώστας Κουτσουρέλης, «Η Υποδοχή του Έργου του Π. Κονδύλη στην Ελλάδα», Νέα Εστία, τόμ. 164, 2008, σελ. 82.

[xi] Ευάγγελος Μουτσόπουλος, Φιλόσοφοι του Αιγαίου, Αθήνα: Ίδρυμα του Αιγαίου, 1991.

[xii] Τον Μάρτιο του 2005, άκρως απόρρητα αρχεία του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών της περιόδου 1873–1939 αποχαρακτηρίστηκαν και δημοσιοποιήθηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση. Πηγή: Foreign and Commonwealth Office, The Records of the Permanent Under Secretary’s Department: Liaison Between the Foreign Office and British Secret Intelligence 1873–1939, επιμέλεια και εισαγωγή από την Gill Bennett, Chief Historian, Foreign and Commonwealth Office, London: FCO Historians, March 2005, online:

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα βρετανικά κρατικά αρχεία, στις 11 Δεκεμβρίου 1915, ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Χέρμπερτ Χένρι Άσκουιθ (Herbert Henry Asquith), αποδεχόμενος εγγράφως σχετική εισήγηση του ελληνικής καταγωγής Βρετανού μυστικού πράκτορα και εμπόρου όπλων σερ Βασιλείου Ζαχάροφ (Sir Basil Zaharoff), ενέκρινε την παροχή ενός χρηματοδοτικού κονδυλίου ύψους 1.407.000 στερλινών από τη βρετανική κυβέρνηση προς τον Ζαχάροφ προκειμένου, με αυτά τα χρήματα (τα οποία κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του Ζαχάροφ στην τράπεζα Barclays), ο Ζαχάροφ να στηρίξει τον Ελευθέριο Βενιζέλο και, σε συνεννόηση με τον Βενιζέλο, να εξαγοράσει δυσαρεστημένους Έλληνες πολιτικούς. Προκειμένου να ενισχύσουν περαιτέρω τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το κόμμα του, οι Βρετανοί, όπως αναφέρεται στα προαναφερθέντα βρετανικά κρατικά αρχεία, διέθεσαν επί πλέον ένα εκατομμύριο γαλλικά φράγκα, τα οποία πληρώθηκαν μέσω της Εθνικής Τράπεζας της Αιγύπτου στον Γεώργιο Αβέρωφ, ο οποίος ήταν βασικός δίαυλος μεταξύ Λονδίνου και Ελλάδας (ως πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, βάσει των προαναφερθέντων βρετανικών κρατικών αρχείων), φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου και χορηγός του κινήματος του Ελευθερίου Βενιζέλου της Θεσσαλονίκης το 1917.

[xiii] Πηγές: Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Ιωάννη Μεταξά, Φάκ. 53· Παύλος Πετρίδης, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία, Αθήνα: Γκοβόστης, 2000.

[xiv] Βλ. Λεύκωμα των Υπό την Αιγίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος Τεκτονικών Στοών, Αθήνα, 1998, σελ. 47.