Δανάη–Εσθήρ Λάου
Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα εργασίας που πραγματοποίησε η Δανάη-Εσθήρ Λάου στο πλαίσιο του μαθήματος Εθνική Ταυτότητα και Κοινωνικός Δεσμός στη Σχολή Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου (διδάσκουσα: καθηγήτρια Δέσποινα Παπαδοπούλου).
Η παρούσα εργασία έχει ως κεντρικό θέμα την φύση του έθνους. Η προσέγγιση που ακολουθείται βασίζεται όχι μόνο σε ιστορικά αλλά και κοινωνιολογικά στοιχεία με κύριες βιβλιογραφική πηγές συγγράμματα όπως αυτά των Schnapper D. (2000) και Mauss M. (2019). Πιο συγκεκριμένα, η βασική προβληματική της εργασίας είναι το πως η αλλαγή της φύσης του κοινωνικού δεσμού με το πέρασμα των χρόνων επηρεάζει τον τύπο του έθνους, ποιοι είναι οι διαφορετικοί τύποι του έθνους και ποια η σύνδεσή τους με τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Επιπλέον γίνεται μία προσπάθεια κατανόησης του πως διαμορφώθηκε η σύγχρονη πραγματικότητα υπό αυτό το πρίσμα.
Στο πρώτο κεφάλαιο, αποσαφηνίζονται όροι και έννοιες. Ειδικότερα, με αφετηρία την κοινωνική κατασκευή των κοινωνικών δεσμών εξηγείται ο εθνικός δεσμός. Γίνεται μία σύντομη ιστορική αναδρομή με αναφορές σε ιστορικές συγκυρίες οι οποίες επέδρασαν καθοριστικά στην διαμόρφωση των σύγχρονων εθνικών δεσμών.
Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην γέννηση και την εξέλιξη των δύο διαφορετικών τύπων εθνών: τα πολιτισμικά και τα πολιτικά. Στο υποκεφάλαιο 2.2. αποτυπώνεται η πορεία των τριών – ιδιαιτέρως σημαντικών – πολιτικών εθνών: της Αμερικής, της Βρετανίας και της Γαλλίας. Η επιλογή δεν είναι διόλου τυχαία μιας και τα τρία αυτά έθνη υπήρξαν πρωτοπόροι στην εδραίωση των πολιτικών εθνών. Στο τρίτο υποκεφάλαιο, παρουσιάζεται η ελληνική περίπτωση. Το ελληνικό έθνος μελετάται ως μια ιδιαίτερη περίπτωση συγκρότησης έθνους.
Στο τρίτο κεφάλαιο, στη βάση της προηγηθείσας ανάλυσης, συνδέεται η κοινωνική κατασκευή του έθνους με τον ρατσισμό, την ιδεολογία, την πολιτική και τον εθνικισμό. Μέσα από τα παραδείγματα διαφορετικών τρόπων απόκτησης της ιθαγένειας, ιστορικών συγκυριών και γεγονότων αναπτύσσεται ένας προβληματισμός για την τάση ανόδου ακραίων εθνικιστικών κινημάτων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην περίπτωση της Ευρώπης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
- Ο εθνικός δεσμός και η ιστορική του εξέλιξη
Όλα τα έθνη δεν είναι ίδια (Schnapper, 2000). Αυτή η παραδοχή, ότι δηλαδή οι εθνικοί δεσμοί δεν έχουν την ίδια φύση, συνδέεται άμεσα με τους διαφορετικούς τύπους κοινωνικών δεσμών (social bond). Ο κοινωνικός δεσμός είναι μία κοινωνική κατασκευή και απορρέει από τις διεργασίες της κοινωνικοποίησης (διαδικασία η οποία αρχίζει με την γέννηση και τελειώνει με τον θάνατο). Πιο συγκεκριμένα, είναι οι μόνιμες σχέσεις οι οποίες διακρίνονται από σταθερότητα και έχουν θεμελιώσει τον κοινωνικό ιστό. Συνεπώς, ο κοινωνικός δεσμός συνδέεται άρρηκτα με την κοινωνική συνοχή (Παπαδοπούλου, 2012).
Οι διαφορετικοί τύποι κοινωνικών δεσμών συνδέονται ιστορικά με κοινωνικές συγκυρίες και εκφράζουν συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους. Στην διάρκεια των αιώνων, η φύση του κοινωνικού δεσμού έχει αλλάξει καθοριστικά. Ο πρώτος και ο μακροβιότερος τύπος κοινωνικού δεσμού που συναντάται και κυριαρχεί έως και τον 19ο αιώνα είναι ο δεσμός του αίματος (Healy, 2017). Η συγγένεια και η οικογένεια ήταν πολύ καθαρά προσδιορισμένες σχέσεις και καθόριζαν την ζωή των ανθρώπων. Για παράδειγμα ο δούλος παρέμενε δούλος και οι απόγονοί του κληρονομούσαν αυτή την ιδιότητα. Σύμφωνα με την Παπαδοπούλου (2012), ακόμα και σήμερα στις νεωτερικές κοινωνίες οι δεσμοί αίματος παρόλο που πλέον δεν αποτελούν το μοναδικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής, κατέχουν εξέχουσα σημασία στις κοινωνίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πολιτικές ιθαγένειας, οι οποίες σε αρκετές χώρες στηρίζονται στο αίμα.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, στον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα, συντελούνται σημαντικές αλλαγές. Η μετανάστευση από την Ευρώπη προς την Αμερική – την «παρθένα γη» – ήταν ένα από τα πρώτα βήματα για έναν βαθύ μετασχηματισμό και το πέρασμα στον σύγχρονο κόσμο. Η σχολή του Σικάγο (απαρχή της κοινωνιολογικής σκέψης), παρατήρησε ότι η μαζική μετανάστευση ατόμων με διαφορετική εθνική καταγωγή σε διαφορετικά σημεία της ηπείρου δημιούργησε την ανάγκη συμβίωσης. Η ενσωμάτωση ετερογενών στοιχείων, όπως θα φανεί παρακάτω, επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό. Επιπλέον η βιομηχανική επανάσταση και το πέρασμα από τις αγροτικές κοινωνίες στις βιομηχανικές γέννησαν νέους τύπους δεσμών (Healy, 2017).
Ο αμέσως επόμενος δεσμός(μετά τον δεσμό αίματος) που παρατηρείται ιστορικά είναι ο οργανικός δεσμός ο οποίος συνδέεται με την συμμετοχή στους χώρους εργασίας, τις ιεραρχικές σχέσεις και όχι με την συγγένεια (Παπαδοπούλου, 2012). Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα με την καθολική και υποχρεωτική συμμετοχή στην εκπαίδευση ο εκπαιδευτικός δεσμός (ο οποίος υπήρχε και προγενέστερα αλλά αφορούσε μικρή μειοψηφία ευγενών) ισχυροποιείται παράλληλα με τον οργανικό δεσμό. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενισχύεται ο ρόλος του κράτους, των κοινωνικών δικαιωμάτων και η ανάγκη αναδιοργάνωσης των κοινωνιών γεννούν και ισχυροποιούν αξίες οι οποίες στηρίζονται στις ελεύθερες επιλογές. Έτσι γεννιέται ο δεσμός των ελευθέρων-προσωπικών επιλογών. Τα άτομα επηρεασμένα από την συμμετοχή τους στους προηγούμενους τύπους κοινωνικών δεσμών, επιλέγουν τα κοντινά τους πρόσωπα, αυτή τη φορά βάσει της ατομικής τους βούλησης όπως είναι οι φίλοι ή οι ερωτικοί σύντροφοι (Παπαδοπούλου, 2012, σελ. 154).
Ο πιο σύγχρονος – και ανώτερος των προηγούμενων – δεσμός είναι ο συλλογικός δεσμός, μέρος του οποίου είναι και ο εθνικός δεσμός. Ο εθνικός ή πολιτικός δεσμός συνδέεται άρρηκτα με την δημιουργία των συνόρων και των εθνικών κρατών, κυρίως κατά την περίοδο μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ιδιαίτερα τα σύνορα γέννησαν ένα ισχυρό αίσθημα ανήκειν με τρία κοινά χαρακτηριστικά τα οποία αποτελούν προϋπόθεση για να υπάρξει εθνικός δεσμός: την εθνική κοινωνία, τα εθνικά σύνορα και ένα εθνικό κράτος το οποίο έχει την εξουσία. Για να υπάρξει εθνικός δεσμός είναι απαραίτητη η ομαλή λειτουργία όλων των προηγούμενων δεσμών. Επιπλέον, ο πολιτικός δεσμός, για να εσωτερικευθεί από τα άτομα, χρειάζεται να περιλαμβάνει την ιδιότητα του πολίτη τυπικά και ουσιαστικά, καθώς και δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν. Η ιδιότητα του πολίτη συνοδεύεται από την δυνάμει ισότητα ως προς την κοινωνική θέση, η οποία εξασφαλίζει κοινωνική πρόοδο. (Παπαδοπούλου, 2012).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
- 1. Πολιτισμικό και πολιτικό έθνος
Παρά το γεγονός ότι τα εθνικά σύνορα αποτελούν την βάση για την ύπαρξη εθνικού δεσμού, όπως αναφέρθηκε στο πρώτο κεφάλαιο, ο τελευταίος δεν περιορίζεται γεωγραφικά. Υπάρχουν μεταναστευτικοί πληθυσμοί οι οποίοι, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής τους, «κουβαλούν» μαζί τους την εθνική τους ταυτότητα, η οποία μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. Συνεπώς δεν είναι μόνο η ιθαγένεια (νομικός όρος) αλλά και το αίσθημα του ανήκειν, το οποίο καθορίζει που ανήκει κάποιος.
Το έθνος ως λέξη είναι αρκετά πρόσφατη και λανθασμένα συγχέεται με το κράτος ή την κοινωνία. Οι τελευταίες έννοιες είναι πολύ παλαιότερες από το «έθνος» το οποίο ακόμα και σήμερα σε κάποιες γλώσσες χρησιμοποιείται σπάνια ή δεν έχει σαφή εννοιολογικό προσδιορισμό. Σύμφωνα, με τον Mauss (2019), ο σαφής προσδιορισμός της έννοιας χρονολογείται από το 1789 και ιδιαίτερα την ημέρα της γιορτής της Ομοσπονδίας το 1790 (Μauss, 2019, σελ. 46). Ωστόσο ακόμα και σήμερα η λέξη έθνος στις διάφορες γλώσσες δεν έχει τον ίδιο ορισμό.
Τα διάφορα έθνη έχουν διαφορετική μεταξύ τους φύση και είναι διαφορετικής «ποιότητας». Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την Schnapper (2000), υπάρχουν δύο τύποι εθνικών δεσμών, οι οποίοι επηρεάζονται από την φύση του κοινωνικού δεσμού. Οι διαφορετικοί τύποι εθνών συνδέονται με τους όρους: «ethnos-ethnie» και «nation». Ο πρώτος όρος αποδίδεται στα ελληνικά με τον όρο «πολιτισμικό έθνος» και ο δεύτερος με τον όρο «πολιτικό έθνος» (Παπαδοπούλου, σελ. 14, 2000). Η συγκεκριμένη διάκριση στηρίζεται στην κατασκευή ιδεατών τύπων του Max Weber (Παπαδοπούλου, σελ. 15, 2000).
Ειδικότερα, το πολιτισμικό έθνος αποτελείται από ομάδες οι οποίες έχουν δύο κοινά στοιχεία: την κοινή πολιτιστική κληρονομία και την κοινή ιστορία, οριζόμενα «με όρους εθνικής καταγωγής» όπως επισημαίνει η Παπαδοπούλου (2000, σελ.53). Είναι δηλαδή εθνοκεντρικά συστήματα τα οποία στηρίζονται και ενδυναμώνονται από την εθνική καταγωγή και τον πατριωτισμό. Ωστόσο συχνά συγχέονται τα πολιτισμικά με τα πολιτικά έθνη, μιας και κάθε έθνος έχει στοιχεία και πολιτικά και πολιτισμικά. Η κύρια διαφοροποίησή τους από τα πολιτικά έθνη – τα οποία είναι επίσης μία πολιτική κατασκευή – είναι ότι ο δεσμός που συνδέει και ενώνει τους ανθρώπους είναι διαφορετικός.
Τα πολιτικά έθνη κατάφεραν να ενσωματώσουν ετερογενείς πληθυσμούς μιας και στηρίζονται πρωτίστως στην ιδέα του πολίτη και της Δημοκρατίας. Οι κύριοι θεσμοί οι οποίοι ενδυναμώνουν τον εθνικό μύθο στα πολιτικά έθνη είναι η εκπαίδευση, η οποία ενσωματώνει τους «ξένους» πληθυσμούς, και ο στρατός, ο οποίος επίσης λειτουργεί ενοποιητικά και εθνικοποιεί μέσα από την γλώσσα και την υποχρεωτικότητα ξένους πληθυσμούς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κρατών είναι η Γαλλία και η Βρετανία. Στις χώρες αυτές υπάρχει ένα ισχυρό κράτος το οποίο θεμελιώνεται στην ομοιογένεια και λαμβάνει υπόψιν όχι την θρησκεία αλλά την γλώσσα και τα ανθρώπινα δικαιώματα (Παπαδοπούλου, 2000).
- 2. Το παράδειγμα της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Αμερικής
Όπως προαναφέρθηκε, η τυπολογία των κοινωνικών δεσμών στηρίζεται σε διαφορετικούς τύπους κοινωνικών δεσμών οι οποίοι οδηγούν σε διαφορετικούς τύπους εθνικού δεσμού με δύο ειδών έθνη: τα πολιτιστικά και τα πολιτικά. Ωστόσο καθώς αναφερόμαστε σε τυπολογία είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι σε κάθε έθνος συναντάμε στοιχεία και από τα δύο αλλά κάθε φορά επικρατεί ένα από τα δύο. Για παράδειγμα ένα πολιτικό έθνος έχει στοιχεία πολιτισμικού έθνους αλλά επικρατούν κατά κύριο λόγο τα πολιτικά στοιχεία. Το πολιτικό έθνος στηρίχθηκε στην ιδέα της Δημοκρατίας και είναι αρκετά μεταγενέστερο του πολιτιστικού. Η Δύση μάλιστα στήριξε την κυριαρχία της και «δικαιολόγησε» το αποικιοκρατικό της παρελθόν πάνω στο επιχείρημα περί υπέρβασης και ανωτερότητας του πολιτικού έναντι του πολιτιστικού έθνους.
Η αφετηρία του πολιτικού έθνους βρίσκεται στον 17ο αιώνα και πιο συγκεκριμένα στο 1688 με τον ξεσηκωμό των λόρδων και των ευγενών στη Μ. Βρετανία με στόχο τον περιορισμό της εξουσίας του βασιλιά. Η διεκδίκηση του μεριδίου εξουσίας έγινε μέσω εγγενούς πίεσης του συστήματος. Η διαχείριση των οικονομικών του κράτους πέρασε και στους ευγενείς, με αποτέλεσμα η «εκτελεστική» εξουσία του βασιλιά να περιορίζεται. Η ιστορική αυτή στιγμή ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της δημοκρατίας καθώς, αν και δεν έγινε επανάσταση, αναδύθηκε η ιδέα του κοινοβουλευτισμού, μιας και πλέον πολλοί πόλοι ασκούσαν εξουσία και επετεύχθη η αντιπροσώπευση του λαού στις «Communes» (Schnapper, 2000).
Η αμερικανική επανάσταση (1776-1786) είναι ο δεύτερος σταθμός στην ιστορία γένεσης του πολιτικού έθνους. Σύμφωνα με την Schnapper (2000),ο εθνικός μύθος της Αμερικής στηρίζεται στην δημιουργία ενός νέου έθνους, απαλλαγμένου από τον ευρωπαϊκό επεκτατισμό. Για την θεμελίωση της Αμερικής, έλαβε χώρα δανεισμός στοιχείων από διάφορες κουλτούρες, καθώς θα έπρεπε να ενσωματωθούν στην αμερικανική κοινωνία μετανάστες με πολλές και διαφορετικές εθνικές καταγωγές. Η αμερικανική δημοκρατία κατάφερε να συνδυάσει και να συγκεράσει πέντε ιδέες, οι οποίες έχουν «εγγραφεί στην πολιτιστική της παράδοση: την πολιτική φιλοσοφία της αρχαιότητας και ιδιαίτερα τη δημοκρατία του Περικλή, τη χριστιανική θεολογία, τον αγγλικό φιλελεύθερο εμπειρισμό – δάνειο από το Ηνωμένο Βασίλειο και την ανεξαρτησία, δηλαδή την ιδέα ότι οι Αμερικάνοι έχουν αποτινάξει τα «βαρίδια της Ευρώπης» και είναι κάτι διαφορετικό από αυτή. Ωστόσο, παρά τα ως άνω, οι έγχρωμοι και οι Ινδιάνοι έγιναν αντικείμενο ρατσιστικών επιθέσεων και αποκλεισμού. Ο Αμερικανός πολίτης ήταν λευκός, αγγλοσαξονικής καταγωγής και προτεστάντης. Οποιοσδήποτε δεν είχε αυτά τα χαρακτηριστικά δεν θεωρούνταν Αμερικάνος (Schnapper, 2000). Ακόμα και σήμερα οι μαύροι έρχονται συστηματικά αντιμέτωποι με ρατσιστικές επιθέσεις, οι οποίες συνοδεύουν το αμερικανικό έθνος από την γένεσή του. Ωστόσο, η Αμερική δεν παύει να είναι ένας από τους πρωτεργάτες της κατασκευής πολιτικού έθνους μιας και ο εθνικός της μύθος θεμελιώνεται με το σύνταγμα. Ιδιαίτερα τον 19ο και 20ό αιώνα, με την συμμετοχή της Αμερικής στον καπιταλισμό, εδραιώνεται η ιδέα του Αμερικανού πολίτη (Schnapper,2000).
Ο τελευταίος πυλώνας όπου πλέον ενσαρκώνεται το πολιτικό έθνος και κατοχυρώνεται η δημοκρατία, είναι η Γαλλία. Η Γαλλική επανάσταση εγγράφηκε στην γαλλική συνείδηση ως απελευθερωτική επανάσταση με στόχο την δημιουργία ενός έθνους το οποίο θα προκύπτει και θα είναι διαμορφωμένο σύμφωνα με την βούληση των Γάλλων πολιτών. Ο Λουδοβίκος αντικαταστάθηκε από τον θεσμό του προέδρου της δημοκρατίας και ο γαλλικός εθνικός μύθος στηρίχθηκε έντονα στην ιδέα του «ατόμου-πολίτη». Τα ανθρώπινα δικαιώματα και αυτό που η Schnapper (2000) αποκαλεί «παγκόσμια φιλοξενία» αποτέλεσαν τα θεμέλια του γαλλικού εθνικού αφηγήματος. Συνεπώς, όταν συντελέστηκε η γαλλική επανάσταση κατασκευάστηκε και η «παγκοσμιοποιημένη ιδέα της δημοκρατίας» η οποία στηρίχθηκε στην παγκόσμια διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου (Schnapper,2000).
Η ιδιαιτερότητα του γαλλικού κράτους έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί ένα «κοσμικό» κράτος. Παρατηρείται δηλαδή μία μετατόπιση από την θεοκρατική ιδέα η οποία λειτουργούσε ως νομιμοποιητική αρχή της εξουσίας, σε ένα κράτος που στηρίζεται πάνω στους δημόσιους θεσμούς και είναι απαλλαγμένο από θρησκευτικά στοιχεία. Η αποτύπωση αυτής της ιδέας φαίνεται καθαρά από την μη διδασκαλία θρησκευτικών στα σχολεία της Γαλλίας και την απαγόρευση να φορούν οι άνθρωποι θρησκευτικά σύμβολα όπως σταυρούς και μαντήλες σε εξωτερικούς χώρους (Schnapper, 2000). Βέβαια, σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει και πολιτική διάσταση. Η απαγόρευση θρησκευτικών συμβόλων ίσως υποκρύπτει και μία τάση των τελευταίων ετών μη αποδοχής της διαφορετικότητας και στροφής σε αυταρχικά και καταπιεστικά καθεστώτα.
2.3 Η ελληνική περίπτωση
Το ελληνικό έθνος είναι ένα πρόσφατο δημιούργημα και μία ιδιαίτερη περίπτωση. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος χρονολογείται μόλις το 1832, ως αποτέλεσμα της σύναψης συνθήκης μεταξύ των τριών μεγάλων Δυνάμεων. Ενώ το όραμα της ελληνικής επανάσταση συνδέονταν με τις αξίες του διαφωτισμού, τελικά, στην πορεία των ετών, ο ιδεολογικός προσανατολισμός και οι κυρίαρχες αξίες του κράτους απομακρύνθηκαν πολύ από αυτόν. Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι προς τα που κλίνει το ελληνικό έθνος: στον πολιτισμικό ή στον πολιτικό τύπο έθνους (Παπαδοπούλου, 2000).
Αν κανείς μελετήσει το δίκαιο της ιθαγένειας στην Ελλάδα, θα παρατηρήσει ότι είναι παρόμοιο με το γερμανικό. Η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη δεν μπορεί να αποκτηθεί εύκολα ούτε να «περάσει» στις επόμενες γενιές αν δεν έχει κάποιος «ελληνικό αίμα». Μάλιστα η ιδιαιτερότητα της ελληνικής ιθαγένειας έγκειται στο γεγονός ότι άπαξ και την αποκτήσει κάποιος, την έχει εφ’ όρου ζωής ακόμα και αν αποκτήσει και δεύτερη ιθαγένεια (Παπαδοπούλου, 2000).
Ένα άλλο ιδιαίτερο στοιχείο του ελληνικού έθνους είναι το ελληνορθόδοξο στοιχείο. Οι ρίζες του βρίσκονται στην εποχή του Βυζαντίου και αργότερα της τουρκοκρατίας και ακόμα και σήμερα επιβιώνουν στοιχεία του. Η ισχυρή παρουσία της εκκλησίας, η προσευχή στο σχολείο και άλλα στοιχεία επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό αυτό (Παπαδοπούλου, 2000).
Από την άλλη μεριά το ελληνικό έθνος έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την Παπαδοπούλου (2000), σε αυτό συνυπάρχουν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κοινής θρησκείας και καταγωγής με πολιτικά στοιχεία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
- 1. Ρατσισμός
Με αφετηρία την κατασκευή και την διάκριση των διαφορετικών τύπων εθνικών δεσμών, στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται η εξήγηση του ρατσισμού ως φαινόμενο και της ιδεολογίας η οποία τον συνοδεύει, καθώς επίσης και η άνοδος του εθνικισμού. Και τα δύο αυτά φαινόμενα τα τελευταία χρόνια είναι επίκαιρα και φλέγοντα ζητήματα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Σύμφωνα με τον Giddens (2020), oρατσισμός είναι μια μορφή προκατάληψης. Η προκατάληψη βασίζεται σε παγιωμένες αντιδράσεις και ιδέες σε σχέση με μία κοινωνική ομάδα, δηλαδή σε στερεότυπα. Ιδιαίτερα οι εθνοτικές μειονότητες όπως οι μαύροι στις ΗΠΑ αντιμετωπίζονται διαχρονικά και συστηματικά ρατσιστικά. Μάλιστα στα τέλη της δεκαετίας του 60΄στην Αμερική κατασκευάστηκε η έννοια του «θεσμικού ρατσισμού» (Giddens, 2020). Σύμφωνα με αυτή την οπτική ο ρατσισμός είναι κάτι πολύ βαθύ το οποίο διεισδύει σε κάθε κοινωνική δομή και θεσμό και δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος κάποιων και εις όφελος κάποιων άλλων.
Η σύγχρονη εποχή φέρει μαζί της ένα νέο είδος ρατσισμού. Οι βιολογικές διακρίσεις όπως το χρώμα του δέρματος ή η δομή του σώματος έχουν αντικατασταθεί από «πολιτισμικό ρατσισμό» όπως αναφέρει ο Giddens (2020). Ο νέος αυτός ρατσισμός έχει και πολιτική διάσταση με χαρακτηριστικά παραδείγματα την απαγόρευση της μαντήλας στα κορίτσια στην Γαλλία (όπως αναφέρθηκε και στο δεύτερο κεφάλαιο)και την επιβολή των αγγλικών ως μοναδική επίσημη γλώσσα στην Αμερική.
3.2 Εθνικισμός
Ο Giddens (2020) διαφωνεί με τον λειτουργιστή Έρνεστ Γκέλνερ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ιδέα περί έθνους είναι πολύ πρόσφατη και σχετίζεται με την φύση και την οργάνωση των βιομηχανικών κοινωνιών. Η ανάγκη των ανθρώπων για την απόκτηση ταυτότητας και ο εθνικισμός (αν και με την σύγχρονη μορφή του είναι ένα καινούριο φαινόμενο) έχει βαθιές ρίζες στο παρελθόν. Για παράδειγμα οι Εβραίοι ιστορικά υπήρξαν εθνικές κοινότητες που έμοιαζαν με τα έθνη ενώ μετά την γενοκτονία των Εβραίων στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο δημιουργήθηκε το Ισραήλ με στόχο την γένεση μίας πατρίδας στην οποία θα ενώνονταν οι διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο Εβραίοι.
Ο Hermet (2020) επισημαίνει ότι ο εθνικισμός μπορεί να είναι αποτέλεσμα δύο διαφορετικών παραγόντων. Στην πρώτη περίπτωση είναι αποτέλεσμα της θέλησης του κράτους και στην άλλη προϊόν προηγούμενων πολιτιστικών και κοινοτικών δεδομένων, που προηγούνται της κρατικής βούλησης.
Ο Hermet (2020) παρατηρεί την πορεία του εθνικισμού στην Ευρώπη καταλήγοντας σε εξαιρετικά σημαντικά συμπεράσματα. Τα εθνικιστικά κινήματα βρίσκονταν σε σημαντική άνοδο και επικράτησαν κατά απόλυτο τρόπο την περίοδο του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Με την λήξη του και για κάποια χρόνια αργότερα, οι διανοούμενοι κατέστησαν σαφές ότι ο εθνικισμός και οι πρόσφατοι εθνικοί πόλεμοι ήταν οι αιτίες που επέφεραν καταστρεπτικές συνέπειες.
Σήμερα στην Ευρώπη κυριαρχεί το πολιτικό δόγμα της «πολυπολιτισμικότητας» και η «πολιτική εξύμνησης των διαφοροποιημένων ταυτοτήτων» (Hermet, 2020, σελ. 429). Αυτή η ιδέα συνοδεύεται από μία πολιτική προσπάθεια κατασκευής μίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι «ο μηχανισμός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Ωστόσο σύμφωνα με τον Hermet (2020), η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει κατορθώσει αυτά που πρεσβεύει λόγω των αντιπαραθέσεων μεταξύ των μελών της και του γεγονότος ότι δεν συμβαδίζουν οι προθέσεις με τις πράξεις. Επιπλέον στην Ευρώπη εξακολουθεί να κυριαρχεί ένα πνεύμα ανωτερότητας, το οποίο ενίοτε φθάνει στα όρια της «εθνικής αλαζονείας» (Hermet, 2020, σελ. 438).
Τα τελευταία χρόνια τα μεταναστευτικά ρεύματα τα οποία καταφθάνουν σε ευρωπαϊκά εδάφη φαίνεται να εντείνουν την ξενοφοβία ακόμα και το ρατσισμό. Οι μετριοπαθείς πολιτικές αντικαθίστανται με «εθνική έπαρση» και μη ανοχή στην πολυπολιτισμικότητα (Hermet, 2020).
Τέλος, ο Hermet επισημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν αντιλαμβάνονται με κοινό τρόπο τον εθνικό δεσμό. Η δυτική και η ανατολική Ευρώπη έχουν διαφορετική ιστορία και πολιτικά συστήματα. Και επισημαίνει ότι η δημοκρατία από μόνη της δεν εγγυάται από μόνη της ελεύθερα καθεστώτα. Είναι αναγκαία η ουσιαστική συμμετοχή σε αυτή.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο τρόπος δόμησης και η τυπολογία των εθνών είναι χρήσιμα εργαλεία κατανόησης της σύγχρονης πραγματικότητας, ενώ παράλληλα η ιστορική πορεία και η διαφορετική φύση των εθνών εξηγούν φαινόμενα που πλήττουν τον σύγχρονο κόσμο όπως ο εθνικισμός και ο ρατσισμός.
Η μελέτη των εθνών όπως φάνηκε δεν είναι μόνο ιστορική υπόθεση. Σε αυτήν εμπλέκονται η κοινωνιολογία και η πολιτική επιστήμη, οι οποίες μέσω της τυπολογίας των κοινωνικών δεσμών και της κατανόησης των διεθνών σχέσεων δίνουν απαντήσεις στο ερώτημα του πώς και γιατί είναι διαφορετικές οι φύσεις του κοινωνικού δεσμού – και κατ’ επέκταση του εθνικού δεσμού – και πώς διαμορφώθηκε η σημερινή πραγματικότητα.
Ιδιαίτερα η «αποδόμηση» του κακώς εννοούμενου εθνικού μύθου ο οποίος ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές και καταστάσεις και η «σωστή» τοποθέτησή του στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο είναι γνώσεις πολύτιμες τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Η αποδοχή της διαφορετικότητας και η αποφυγή της μισαλλοδοξίας και της πλάνης αποτελούν το αντίδοτο στην τάση ανόδου ακραίων πολιτικών εκφράσεων, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι σήμερα, τόσο η Ευρώπη, όσο και ολόκληρος ο κόσμος βιώνουν, μία παρατεταμένη πολυεπίπεδη κρίση. Οι πιέσεις από τα μεταναστευτικά ρεύματα και οι βαθιές οικονομικές κρίσεις οδηγούν στην άνοδο της άκρας δεξιάς σε πολλές χώρες του κόσμου, γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις όπως έγινε και κατά το παρελθόν με αποκορύφωμα τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βιβλιογραφία
(Ελληνόγλωσση)
Παπαδοπούλου, Δ. (2012). Κοινωνιολογία του Αποκλεισμού στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Αθήνα: Τόπος.
Heally, M. (2017). Φιλοσοφικές και Πολιτικές Διαστάσεις της Κοινωνικής Συνοχής: Νέες Κατευθύνσεις για την Εκπαιδευτική Πολιτική (εισαγ.-επιμ. Παπαδοπούλου Δ. , μτφρ. Πελεκάνος Ι.). Αθήνα: Τόπος. (Το πρωτότυπο εκδόθηκε το 2013).
Hermet, G. (2020). Ιστορία των Εθνών και του Εθνικισμού (επιμ. Φλιτούρης Λ., μτφρ. Νεστοροπούλου Α.). Αθήνα: Πεδίο (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1996).
Mauss, M. (2019). Το Έθνος: Το Έθνος και ο Διεθνισμός, μια Κοινωνιολογική Αποτίμηση του Μπολσεβικισμού (επιμ.-μτφρ. Παραδέλλης Θ.). Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1920).
Schnapper, D. (2000). Κοινωνία των Πολιτών: Δοκίμιο πάνω στην Ιδέα του Σύγχρονου Έθνους (επιμ.-πρό. Παπαδοπούλου Δ.). Αθήνα: Gutenberg. (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1996).