Γεώργιος Οικονόμου
Στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό, οι ντόπιοι είχαν ως βασική τους τροφή (80%) τον σολομό και επίστευαν ότι ήταν θείο δώρο ότι το αποδημητικό αυτό ψάρι επέστρεφε στο ίδιο μέρος την ίδια εβδομάδα κάθε έτους. Ένοιωθαν ότι όφειλαν στον σολομό «σεβασμό και ευγνωμοσύνη» και ότι αν έπαυαν να έχουν αυτά τα αισθήματα δεν θα ξαναεπέστρεφε.
Στον 19ο και στον 20ο αιώνα οι φόβοι τους επαληθεύθησαν. Σ’ αυτό δεν ευθύνονταν οι ντόπιες φυλές. Ευθύνονταν οι νέο-αφιχθέντες από την Ευρώπη που επιθυμούσαν και είχαν την θέληση να γίνουν πλούσιοι γρήγορα. Έτσι συνετελέστηκε μία μεγάλη, οικολογική και περιβαλλοντική τραγωδία με κεντρικό «ήρωα» τον σολομό και με μία κάστα βοηθούντων χαρακτήρων, από ψαράδες μέχρι τους αυτόχθονες Αϊνού (κάτοικοι των νήσων ΧοΚάϊκτο (Ιαπωνία) και Σαχαλίνης (Ρωσσίας).
Σήμερα, ο κόσμος πνίγεται στον σολομό. Στα sushi μπαρ και στις υπεραγορές, το ψάρι είναι προσιτό σε όλα τα βαλάντια. Συγχρόνως όμως υπάρχει και η αόρατη οικολογική τιμή. Σχεδόν όλα τα ψάρια προέρχονται από κλουβιά φορτωμένα μέχρι ασφυξίας με σολομούς γεμάτους με ψείρες, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα κοτόπουλα του εκτροφείου στην ξηρά.
Από το 3.500 π.Χ. οι άνθρωποι ασχολούνταν με την ιχθυοτροφία. Όμως, την δεκαετία του 1970, λόγω της ραγδαίας ελάττωσης του «άγριου» σολομού, η εκτροφή του έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Σήμερα, στην Νορβηγία υπάρχουν περίπου 400 εκατ. ψάρια που εκτρέφονται στα ιχθυοτροφεία και μόνο περίπου 500,000 ελευθέρας βοσκής. Το ίδιο καταστρεπτική είναι και η εικόνα στην Σκωτία και την Βρετανική Κολομβία.
Οι κύριες κατηγορίες που αντιμετωπίζει η βιομηχανία αυτή είναι η μόλυνση της θάλασσας, οι παρασιτικές ψείρες που προσκολούνται στα διερχόμενα ψάρια ελευθέρας βοσκής και επίσης ότι οι σολομοί που «δραπετεύουν» από τα κλουβιά ζευγαρώνουν με άλλους ελευθέρας βοσκής με αποτέλεσμα οι γόνοι να είναι αδύναμοι και σπανίως να επιβιώνουν.
Ο άνθρωπος μετά από αιώνες καταστροφής του οικοσυστήματος και με την υπεραλίευση, εξαλείφει το είδος.
Πιστεύεται ότι ο σολομός είναι το βαρόμετρο για την υγεία του πλανήτη και είναι συνδεδεμένο με ανησυχίες για το περιβάλλον. Ο σολομός χρειάζεται κρύα νερά και η μείωση του σχετίζεται ευθέως με την αύξηση της θερμοκρασίας ως αποτέλεσμα της υπερθερμάνσεως. Επίσης, λόγω της τήξεως των χιονιών, οι θάλασσες γίνονται λιγότερο αλμυρές, κάτι που αποπροσανατολίζει τους σολομούς οι οποίοι βασίζονται στους διαφορετικούς βαθμούς αλμυρότητος για να κατευθυνθούν στην γενέθλια γη για να γεννήσουν.
Κατά την διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, ποταμοί οι οποίοι έβριθαν με σολομό, όπως π.χ. ο Tyne και ο Clyde στην Σκωτία, είχαν καταντήσει ένα μίγμα υπονόμων και χημικών χωρίς οξυγόνο και ζωή.
Πιο πρόσφατα, στην αυγή της περιόδου του ηλεκτρισμού, οι λευκοί στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχιζαν να κτίζουν υδρο-ηλεκτρικά φράγματα, γεγονός που επέφερε την καταστροφή στον τοπικό πληθυσμό του σολομού.
Στο παρελθόν οι κοινωνίες που εξαρτώνταν από τον σολομό εγιόρταζαν το άνοιγμα κάθε καινούργιας σαιζόν. Το 1957 στο Celilo Falls εγιόρτασαν για τελευταία χρονιά. Οι καταρράκτες αντιπροσώπευαν ένα τρόπο ζωής που διήρκεσε για 10,000 χρόνια. Στην κυβέρνηση, βεβαίως, ήταν απλώς ένας πονοκέφαλος που εμπόδιζε την μεταφορά αγαθών στον ποταμό Columbia. Την ημέρα που ανέβηκε ο ποταμός, εκαλύφθησαν όλες οι νησίδες και τα βράχια και η τοπική κοινωνία εκύταζε με δάκρυα στα μάτια.
Το πιο θλιβερό μέρος της ιστορίας είναι ότι για αιώνες αντιλαμβανόμαστε την ανευθυνότητα μας απέναντι στο περιβάλλον. Το 1860 ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε για τον κίνδυνο στους ποταμούς από το «δηλητήριο των εργοστασίων». Και το 1824, ένας άγνωστος φυσιοδίφης, ο J. Cornish, εδήλωσε ότι «δεν θα έχουμε λόγο να παραπονιόμαστε ότι ο σολομός σπανίζει, όμως χρειάζεται και ολίγη ευφυΐα», καθώς και «κοινή τιμιότητα».
Διακόσια χρόνια μετά, οι αρετές αυτές έχουν ξεχαστεί χάριν της οικονομικής αναπτύξεως. Ακόμη και σήμερα ξέρουμε τι χρειάζεται να γίνει για να σώσουμε αυτό το τοτεμικό είδος από την καταστροφή. Όπως και ξέρουμε τι χρειάζεται για να σώσουμε τον πλανήτη – δυστυχώς για τον σολομό, αλλά και για μας, οι προτεραιότητες μας είναι άλλες.